Αφιέρωμα: Πουλερικά Στη Μαζική Εστίαση- Μέρος Γ’

Μάχη στην αγορά των  750 εκατ. ευρώ.

Πρόσφατη μελέτη (Άνοιξη 2016) της εταιρείας IBHS, την οποία επιμελήθηκε ο senior analyst Αλέξης Νικολαΐδης, αποκαλύπτει ότι ο κλάδος  της πτηνοτροφίας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τομείς της ελληνικής  αγροτικής οικονομίας, καταλαμβάνοντας το 5% του ακαθάριστου εγχώριου αγροτικού προϊόντος και το 10% της ακαθάριστης αξίας της ζωικής παραγωγής.
Επιμέλεια: Θανάσης Αντωνίου

 

Η μελέτη αναδεικνύει το γεγονός ότι η  δομή της αγοράς είναι ολιγοπωλιακή, παρουσιάζοντας υψηλή συγκέντρωση σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις και συνεταιρισμούς. Οι εταιρείες αυτές τα τελευταία χρόνια έχουν εκσυγχρονιστεί, δαπανώντας σημαντικά κονδύλια για την επέκταση και αναβάθμιση των εκτροφείων και λοιπών εγκαταστάσεών τους, ενώ παράλληλα έχουν εμπλουτίσει την προϊοντική τους βάση.

Η συνολική αξία αγοράς υπολογίζεται ότι ξεπερνάει τα 750 εκατ. ευρώ, από την οποία οι εισαγωγές καταλαμβάνουν το 30-35%, ενώ η  εγχώρια παραγωγή κρέατος πουλερικών καλύπτει περίπου το 75% της κατανάλωσης, ποσοστό που πριν από μια δεκαετία ήταν μεγαλύτερο του 90%. Όπως είναι γνωστό, στις  υπόλοιπες κατηγορίες κρέατος οι εισαγωγές είναι υψηλότερες.

Δομή και χαρακτηριστικά του κλάδου

Το κρέας των πουλερικών είναι κομμάτι της ελληνικής διατροφής και μάλιστα ιδιαίτερα σημαντικό καθώς, σύμφωνα με τη μελέτη της IBHS, τα πουλερικά καταλαμβάνουν περίπου το 1/4 του όγκου της συνολικής κατανάλωσης. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, τα οποία χρησιμοποίησε η προαναφερόμενη εταιρεία (2015), το κρέας πουλερικών καταλαμβάνει το 48%  και το κρέας αυτό προέρχεται κατά  το 90% από την εκμετάλλευση συστηματικών μονάδων, ενώ το υπόλοιπο από τη χωρική πτηνοτροφία, η οποία απευθύνεται σε απομακρυσμένες και μικρές περιοχές.

«Η εγχώρια κατανάλωση πουλερικών δεικνύει ανθεκτικότητα στην οικονομική ύφεση που αντιμετωπίζει η χώρα, καθώς η εν λόγω κατηγορία κρέατος θεωρείται πιο υγιεινό είδος διατροφής σε σχέση με το χοιρινό, βοδινό και αιγοπρόβειο κρέας. Παράλληλα, οι Έλληνες καταναλωτές -λόγω του περιορισμένου διαθέσιμου εισοδήματός τους- υποκαθιστούν τις υπόλοιπες κατηγορίες με κρέας πουλερικών, το οποίο αποτελεί διαχρονικά σαφώς
φθηνότερη επιλογή»
αναφέρεται στη σχετική μελέτη της ΙΒΗS.

 

Υπάρχει όμως κι ένα οξύμωρο: η αυξανόμενη ζήτηση δεν αποτυπώνεται πλήρως στον εγχώριο κλάδο, καθώς, όπως εκτιμάται στη μελέτη, « η παραγωγική επίδοση των ελληνικών πτηνοτροφικών μονάδων τα προηγούμενα χρόνια εμφάνισε αυξομειώσεις λόγω της επιβάρυνσης από τη σημαντική άνοδο της τιμής των ζωοτροφών (καλαμπόκι και σόγια), ιδίως τη διετία 2011-2012. Η τάση αυτή οδήγησε σε εισαγωγές φθηνότερων κατεψυγμένων κοτόπουλων, ιδίως από βαλκανικές χώρες, τα οποία πολλές φορές διακινούνται ως ελληνικής προέλευσης».

Την τελευταία 2ετία το κόστος των ζωοτροφών υποχώρησε και σε συνδυασμό με την υψηλή ζήτηση επέτρεψε στις εταιρείες να αυξήσουν τους όγκους παραγωγής τους. Συγκεκριμένα, η Eurostat εκτιμάει ότι το 2014 η εγχώρια παραγωγή πουλερικών αυξήθηκε σημαντικά κατά 5,6% στους 190.530 τόνους, ενώ το 2015 παρέμεινε στο επίπεδο του προηγούμενου έτους, εμφανίζοντας μικρή κάμψη στους 189.630 τόνους. Η ποσότητα αυτή μεταφράστηκε σε 113,6 εκατ. σφαγιασθέντα κοτόπουλα.

Πόλεμος τιμών

Όπως εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κανείς από τις τοποθετήσεις των παραγόντων με τους οποίους συνομίλησε το Grill, το ζήτημα των τιμών είναι το υπ. αρθ. 1 πρόβλημα της ελληνικής αγοράς, με δεύτερο αυτό των συνεχών προσφορών από το οργανωμένο λιανεμπόριο, προσφορές που δεν μπορεί να ανταγωνιστεί εύκολα ούτε το παραδοσιακό κρεοπωλείο, ούτε η μαζική εστίαση.

Σύμφωνα με τη μελέτη, η προτεραιότητα των επιχειρήσεων έχει στραφεί στον έλεγχο και περιορισμό του κόστους παραγωγής. Στα πλαίσια αυτά εντάσσονται ενέργειες όπως η επέκταση της προϊοντικής βάσης με καινοτόμα προϊόντα μεταποίησης που προσδίδουν υψηλότερη προστιθέμενη αξία (π.χ. παναρισμένα -προψημένα προϊόντα, φιλέτα, σουβλάκια, λουκάνικα κ.ά.), η ανακύκλωση ενέργειας στα τμήματα παραγωγής (σφαγείο, εκκολαπτήριο, πτηνοτροφεία) κ.λπ.

 

Εγχώρια παραγωγή κρέατος (σε χιλ. τόνους): 2010-2015 [Πηγή: Eurostat]

  2010 2011 2012 2013 2014 2015 %15/14 % 15/08
Πουλερικά 178,00 175,23 181,65 180,47 190,53 189,63 -0,5% 10,4%
Σύνολο 456,8 454,34 451,81 424,94 415,12 398,38 -4,0% -13,0%

Θέση της IBHS: Η πτηνοτροφία αποτέλεσε το μοναδικό κλάδο της ευρύτερης αγοράς κρέατος ο οποίος το 2015 εμφάνισε τάσεις σταθεροποίησης, με τις υπόλοιπες κατηγορίες να σημειώνουν υποχώρηση (χοιρινό: -6,5%, αιγοπρόβειο: -6,7%, βοοειδή: -9%). Το γεγονός αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποτρέψει την περαιτέρω μείωση της συνολικής παραγωγής κατά 4%, σε επίπεδο οριακά χαμηλότερο των 400.000 τόνων.

Την ίδια στιγμή, οι  πτηνοτροφικές μονάδες προωθούν τα προϊόντα τους στις αλυσίδες super market σε ολοένα και χαμηλότερες τιμές, γεγονός που αποτρέπει υψηλότερα επίπεδα κύκλου εργασιών και κερδοφορίας. «Η τάση αυτή αποδίδεται τόσο στην πίεση των λιανέμπορων για προωθητικές ενέργειες, προσφορές κ.λπ., όσο και στην αυξανόμενη εισαγωγική διείσδυση φθηνότερων κοτόπουλων, σημαντικό μέρος των οποίων είναι «ελληνοποιημένο». Σύμφωνα μάλιστα με εκπροσώπους συνεταιρισμών, πολλές φορές οι παραγωγοί εισπράττουν κάτω από το 50% της αρχικής τιμής τιμολογίου» εκτιμάει η μελέτη της IBHS.

Μέση μηνιαία δαπάνη για αγορά προϊόντων κρέατος (σε €): 2010-2014 [Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ]

  2010 2011 2012 2013 2014 % 14/13 %14/08
Βοδινό 34,20 33,42 31,19 28,30 26,96 -4,7% -16,4%
Πουλερικά 13,97 14,40 12,62 12,07 12,69 5,1% -0,2%
Χοιρινό 11,92 12,17 12,08 11,69 11,83 1,2% -5,7%
Αλλαντικά 10,11 10,19 9,62 8,70 8,10 -6,9% -15,3%
Αιγοπρόβειο 9,69 9,08 7,73 8,03 7,01 -12,7% -34,4%
Λοιπά είδη 1,88 2,33 2,14 1,72 1,47 -14,5% -11,4%
Μέση δαπάνη 81,77 81,59 75,38 70,51 68,06 -3,5% -14,3%

Θέση της IBHS: Η  καταναλωτική δαπάνη για πουλερικά κατά τη διάρκεια της εξαετίας 2008-2014 παρέμεινε σταθερή, κυρίως λόγω της χαμηλότερης τιμής αλλά και της υψηλής διατροφικής αξίας, τη στιγμή που το αντίστοιχο μέγεθος στο αιγοπρόβειο κρέας μειώθηκε κατά 34,4%, στο βοδινό κατά 16,4%, στο χοιρινό κατά 5,7% και στα αλλαντικά κατά 15,3%.

Οι εκτροφείς εισπράττουν κατά μέσο όρο 1,13 ευρώ ανά κιλό ζωντανού κοτόπουλου από τις επιχειρήσεις μεταποίησης, τιμή που παραμένει σταθερή τα τελευταία χρόνια, ενώ τα κόστη λειτουργίας και ενέργειας αυξάνονται. Σημειώνεται ότι οι παραγωγοί αγοράζουν νεοσσούς έναντι 40-50 λεπτών και φύραµα από 36 έως και 40 λεπτά το κιλό. Οι τιμές χύμα κοτόπουλου στα super market στα τέλη του 2015 διαμορφώνονταν στα 3 ευρώ το κιλό, ενώ τις περιόδους των προσφορών μειώνονται σε επίπεδο χαμηλότερο των 2,5 ευρώ. Συγκριτικά, πριν δύο χρόνια κυμαίνονταν στα 4 ευρώ, επομένως παρατηρείται υποχώρηση 20- 25%.

Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, την τρέχουσα περίοδο εκδηλώνεται τάση κυρίως για χύμα κοτόπουλο, λόγω της πιο ανταγωνιστικής του τιμολόγησης. Εξάλλου, το εν λόγω προϊόν χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό από τα super market ως δέλεαρ για την προσέλκυση καταναλωτών. Αντιθέτως, το τυποποιημένο κοτόπουλο παρουσιάζει συγκρατημένους όγκους πωλήσεων.

Δημοσιεύτηκε στο 7ο τεύχος του Grill, Σεπτέμβριος 2016.

You might also like