Eστιατόριο Εκείμερος (Ημαθία): Σκηνικό παραμυθιού- γεύσεις όνειρο
Το Grill επισκέφτηκε το φημισμένο εστιατόριο στον Νέο Πρόδρομο Ημαθίας και συνομίλησε με τον ιδιοκτήτη του, τον Σάββα Περπερίδη
Νέος Πρόδρομος, Ημαθία, Μακεδονία. Είναι απόγευμα κι ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει λούζοντας με απαλό πορτοκαλί χρώμα τον χρυσαφένιο κάμπο, που απλώνεται από την όχθη του Αλιάκμονα και φτάνει ανατολικά, μέχρι τις ακτές του Θερμαϊκού. Έχουμε ξεκινήσει από τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας, διατρέχουμε την επαρχιακή οδό Βέροιας- Κυψέλης, περνάμε μέσα από το καμποχώρι Νέος Πρόδρομος και ξεστρατίζουμε στα τελευταία σπίτια του, για να βρεθούμε σε ένα ξέφωτο στη μέση του οποίου, σαν πράσινο νησί μέσα στον αχυρένιο κάμπο, στέκεται ένα εντυπωσιακό αρχοντόσπιτο μέσα σε μια μεγάλη καταπράσινη αυλή.
Κείμενο: Θανάσης Αντωνίου. Φωτογραφίες: Θ.Α. & Πάνος Γεωργιάδης
Έχουμε φτάσει στο εστιατόριο Εκείμερος και στα σκαλιά του μάς περιμένουν ο Σάββας Περπερίδης με την οικογένειά του. Διαβαίνοντας την πόρτα και μπαίνοντας στη μεγάλη σάλα με τα πέτρινα τζάκια, τα βαριά ξύλινα έπιπλα, τα κομψά κηροπήγια, τα κρυστάλλινα ποτήρια και τα κλασικά σερβίτσια, νιώθεις πως περνάς σε μια παραμυθένια εποχή, στην Μακεδονία των αρχών του 20ου αιώνα, ένα χωνευτήρι πολιτισμών και σταυροδρόμι λαών κι εθνοτήτων.
Το διάσημο εστιατόριο Εκείμερος βρίσκεται λίγο έξω από το μικρό χωριό Νέος Πρόδρομος, μια κοινότητα προσφύγων από την Μικρασία και τον Πόντο, που έφεραν στη μητέρα πατρίδα μια πλούσια γαστρονομική κληρονομιά. Ο Νέος Πρόδρομος, ένα χωριό το οποίο ζήτημα είναι αν φτάνει σήμερα τους 100 κατοίκους, απέχει 45 χλμ. από την Θεσσαλονίκη, 20 χλμ. από την Βέροια και περίπου 35 χλμ. από την Κατερίνη και τα Γιαννιτσά.
Βρεθήκαμε εκεί στο πλαίσιο δημοσιογραφικής αποστολής που διοργάνωσε η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και στην οποία συμμετείχαν άνθρωποι του τουρισμού, σεφ και δημοσιογράφοι του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου από την Ελλάδα και άλλες βαλκανικές χώρες.
Για ψαγμένους γαστρο-τουρίστες
Εδώ και δύο δεκαετίες, ο Σάββας Περπερίδης με τη σύζυγό του λειτουργούν το εστιατόριο Εκείμερος (στα ποντιακά «σε εκείνο το μέρος»), ένα εστιατόριο το οποίο έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί ‘κρυμμένο μυστικό’ της σύγχρονης μακεδονίτικης γαστρονομίας, καθώς έχει γίνει πια διάσημο τόσο για την ονειρική αισθητική της σάλας του, όσο και για τη γευστική κουζίνα του.
Το επισκέπτονται φίλοι από κάθε γωνιά της Ελλάδας αλλά και ‘ψαγμένοι γαστρο-τουρίστες’ από το εξωτερικό, ενώ κατά καιρούς έχει φιλοξενήσει στην εντυπωσιακή σάλα του σημαντικές προσωπικότητες του δημόσιου βίου, από καλλιτέχνες και πολιτικούς μέχρι ανώτερους ιερωμένους κι επιχειρηματίες.
Ο Σάββας Περπερίδης, 60 ετών σήμερα, δεν ήταν πάντα εστιάτορας. Ήταν και συνεχίζει να είναι αγρότης, όμως αποφάσισε να μπει στην εστίαση πραγματοποιώντας το όνειρο της συζύγου του για ένα κατάστημα, στο οποίο θα μπορούσε να ξεδιπλώσει τη μαγειρική τέχνη της. Το ζευγάρι ξεκίνησε αναλαμβάνοντας ένα μικρό παραδοσιακό καφενείο στο χωριό Νέος Πρόδρομος και προσφέροντας αρχικά τσιπουρομεζέδες και στη συνέχεια ψητά, σούβλες και μαγειρευτά.
Στις χαρτοπετσέτες εκείνου του μεζεδοπωλείου σχεδιάστηκε το Εκείμερος. Σήμερα στο Εκείμερος μαγειρεύει η σύζυγος του Σ. Περπερίδη, η αυτοδίδακτη Πελαγία Μαργαρίτη, ενώ στο σέρβις βοηθούν και τα τέσσερα παιδιά τους. Πώς θα το περιέγραφε όμως ο ίδιος ο δημιουργός του;
«Έχουμε παραδοσιακή και σύγχρονη κουζίνα. Έχουμε κρέατα αλλά και πιάτα για χορτοφάγους. Καλύπτουμε πολλές γευστικές ανάγκες» μάς πληροφορεί ο Σάββας Περπερίδης και γίνεται πιο συγκεκριμένος: «Τον χειμώνα έχουμε πολλά μαγειρευτά στο τζάκι, όπως ζυγούρι με χυλοπίτες, αγριογούρουνο, μάγουλα και κότσια μοσχαρίσια, χοιρινό λαιμό στη λαδόκολλα κ.ά.».
Άλλο πανδημία, άλλο εφορία
Ζητάμε από τον συνομιλητή μας να θυμηθεί πώς λειτούργησε το Εκείμερος κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η οποία τσάκισε καταστήματα σαν το δικό του, που δεν είχαν τη δυνατότητα για κατ’ οίκον παραδόσεις. «Ήμασταν κλειστοί κατά την πανδημία, αλλά το πρόβλημα δεν είναι η πανδημία αλλά η …εφορία» μας λέει και γελάει.
Ο Σάββας Περπερίδης εκτιμάει πως σήμερα η εστίαση έχει βρει την περπατησιά της, ενώ η δυνατότητα του καταστήματός του να σερβίρει στον υπέροχο κήπο του, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στο έτος, τού έδωσε αμέσως προβάδισμα στη διαδικασία της επιστροφής στην κανονικότητα.
Από τη στιγμή που τόσο ο Νέος Πρόδρομος, όσο και τα υπόλοιπα χωριά έχουν καταντήσει στις μέρες μας ‘γηροκομεία’, όπως τα αποκαλεί ο συνομιλητής μας, αναρωτιόμαστε από πού έλκει την πελατεία του και πως κατάφερε να γίνει διάσημο αυτό το εστιατόριο. «Οι πελάτες μας προέρχονται από διάφορες γειτονικές πόλεις, από Αλεξάνδρεια, Βέροια, Κατερίνη, Γιαννιτσά και Θεσσαλονίκη αλλά κι από Χαλκιδική, Κιλκίς, Σέρρες, Δράμα ακόμα κι από την Καβάλα. Το μαθαίνουν στόμα με στόμα» αναφέρει ο Σ. Περπερίδης.
Οι πρώτες ύλες προέρχονται κατά βάση από την ευρύτερη περιοχή: κρέατα από την ιστορική εταιρεία Μπουτζόλας, η οποία εδρεύει στην Βέροια, διαθέτει κτηνοτροφικές μονάδες στον νομό και ειδικεύεται στην εκτροφή μοσχαριών, λαχανικά από τον κάμπο της Αλεξάνδρειας, τυροκομικά από τις τοπικές επιχειρήσεις και κρασιά από τη μεγάλη οινοποιητική ζώνη της περιοχής- την ημέρα που επισκεφτήκαμε το εστιατόριο το παρών έδωσε, παρουσιάζοντας το οινοποιείο Κάππα και τα εκλεκτά κρασιά του, ο αμπελουργός Τάσος Καραγκιοζίδης.
«Το ζήτημα των τιμών είναι δύσκολο και δεν αντιμετωπίζεται εύκολα. Προσπαθούμε να μην κάνουμε ανατιμήσεις, να ‘καταπιούμε’ τις αυξήσεις και να μην τις χρεώσουμε στους πελάτες- μέχρι στιγμής το καταφέρνουμε κι ο λόγος είναι η τοποθεσία του εστιατορίου. Οι επιχειρήσεις των πόλεων έχουν δυσβάσταχτα έξοδα και σε σχέση με αυτές, καταστήματα σαν το δικό μας τα καταφέρνουν καλύτερα» μάς λέει ο Σ. Περπερίδης όταν η συζήτηση έρχεται στο μείζον ζήτημα των καιρών- την ακρίβεια.
Ξεχασμένοι από την πολιτεία
Για το επόμενο διάστημα ο Σάββας Περπερίδης σκοπεύει να επεκταθεί στον τουρισμό, φτιάχνοντας στον ίδιο χώρο μερικά δωμάτια για ενοικίαση, ενώ ο απώτερος στόχος του είναι να μετατρέψει το Εκείμερος σε ‘πολυλειτουργικό αγρόκτημα’ με παράλληλες δράσεις, όπως ο θρησκευτικός τουρισμός και η ξενάγηση στην ευρύτερη περιοχή- πολύ κοντά είναι η Βεργίνα και ο σπουδαίος αρχαιολογικός χώρος.
«Θέλει ανθρώπους για να υλοποιηθεί κάθε σχέδιο στην περιοχή, χρειάζεται και λίγο τρέλα. Κάποιοι δεν μπορούν να διανοηθούν πως μπορεί να βγει μεροκάματο σχεδιάζοντας π.χ. μια πεζοπορική διαδρομή. Πως μπορεί να ζήσει κάποιος εκμεταλλευόμενος μερικά άλογα, ποδήλατα ή μηχανές» υπογραμμίζει ο ποντιακής καταγωγής εστιάτορας.
Αν και βρίσκεται σε πεδινή περιοχή και σχετικά κοντά σε μεγάλα αστικά κέντρα, ο Νέος Πρόδρομος και οι άνθρωποι που δραστηριοποιούνται εκεί νιώθουν ξεχασμένοι από την πολιτεία. Όπως μάς εκμυστηρεύτηκε ο Σάββας Περπερίδης, στο πρόσφατο παρελθόν επιχειρήθηκε η δημιουργία ενός δικτύου επιχειρήσεων στην ευρύτερη περιοχή με επίκεντρο την Βεργίνα, αλλά το σχέδιο προέβλεπε την εκπόνηση μελέτης την οποία θα πλήρωναν οι επιχειρηματίες κι όχι, όπως συνηθίζεται, η πολιτεία ή κάποιος θεσμικός φορέας. Αποτέλεσμα: η μελέτη παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες.
«Πετύχαμε στο παρελθόν να δημιουργήσουμε το δίκτυο αγροτουρισμού ‘Αγροξένια’, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό, ο οποίος δραστηριοποιείται σε όλη την Ελλάδα με σκοπό του την ενίσχυση του αγροτουρισμού. Ωστόσο, μετά το ξεκίνημα παρατηρούμε πως ο ένας υπάλληλος του φορέα μάς παραπέμπει στον επόμενο, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Είναι πολλά χρόνια αυτή η ιστορία αλλά δεν βλέπω ενδιαφέρον από την πολιτεία, δεν ξέρω καν που είναι οι φάκελοι που έχουμε καταθέσει…» μάς εξηγεί φανερά απογοητευμένος ο εστιάτορας.
Η συζήτηση έχει ολοκληρωθεί και η κυρία Πελαγία μάς καλεί στο τραπέζι, διότι το σερβίρισμα έχει ξεκινήσει με πρώτο πιάτο μια εκπληκτική καστανόσουπα με ζυγούρι. Ακολουθεί η πράσινη σαλάτα «Ελπίδα», η οποία στη χειμωνιάτικη εκδοχή της είναι ‘στολισμένη’ με μήλο, αχλάδι, ρόδι, λωτό, κούμαρα και καρύδια.
Συνεχίσαμε με κεφαλοτύρι τυλιγμένο σε σουσάμι και φέτα τυλιγμένη με ηλιόσπορο, πατάτες γεμιστές με μπέικον και κασέρι, μοσχαρίσια μάγουλα με πουρέ πατάτας και αγριογούρουνο με παπαρδέλες, ενώ μας προσφέρθηκε ένα ιδιαίτερο γλυκό, φτιαγμένο από μπεζέδες με μαρέγκα, κομπόστα ροδάκινο και φρούτα από το δάσος (κούμαρα, βύσσινα κ.ά.), πασπαλισμένο με άχνη ζάχαρη.
Είχε νυχτώσει πια όταν ξεκινήσαμε για τον επόμενο σταθμό μας, την πρωτεύουσα του νομού, την Βέροια. Βγαίνοντας στον επαρχιακό δρόμο ρίχνουμε μια τελευταία ματιά στο υπέροχο αρχοντόσπιτο που μας φιλοξένησε τις προηγούμενες ώρες.
Μοιάζει σαν λαμπερό φαναράκι μέσα στη γλυκιά νύχτα της μακεδονίτικης γης. Τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από τον πολιτισμό των πόλεων, στο κέντρο ενός εντυπωσιακού διατροφικού πολιτισμού.