Αφιέρωμα: η ελληνική αμπελουργία & αγορά οίνου

Οι εκμεταλλεύσεις, το χύμα, η φορολογία, ο οινοτουρισμός, το μάρκετινγκ κ.ά.

Στη χώρα μας, η οποία διεκδικεί τα πρωτεία του τόπου που οινοποιεί πιο πριν από κάθε άλλη περιοχή του κόσμου – είχε θεό αυτή η χώρα για το κρασί στην προϊστορία της και πολιτιστικές γιορτές στο όνομά του- το κρασί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της γαστρονομικής της παράδοσης αλλά και του εθνικού πολιτισμού της.
Κείμενο & φωτογραφίες: Θανάσης Αντωνίου

 

Κι όμως, στη σύγχρονη εποχή το κρασί ‘δυσκολεύεται’ όλο και περισσότερο να βρει τη θέση του στο τραπέζι του μέσου Νεοέλληνα και οι λόγοι είναι πολλοί. Για την ακρίβεια αυτό που δυσκολεύεται να βρει τη θέση που του αξίζει είναι το επώνυμο, εμφιαλωμένο κρασί διότι, σε γενικές γραμμές η συνολική κατανάλωση είναι μάλλον ικανοποιητική.

Η μαζική εστίαση διατηρεί σχέσεις πάθους με το κρασί: ο οίνος άλλοτε λατρεύεται κι άλλοτε αγνοείται. Το καλό κρασί αποθεώνει ένα καλοφτιαγμένο πιάτο ενώ ένα προσεγμένο πιάτο αναζητάει πάντα τη ‘συντροφιά’ ενός εκλεκτού οίνου. Η προοπτική της περεταίρω ανάπτυξης του τουρισμού αλλά και η προσδοκία ότι η κυβέρνηση θα καταλάβει το μέγα λάθος της και θα απαλλάξει το κρασί από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, κρατούν ‘ζεστή’ την ελληνική αγορά εμφιαλωμένων οίνων.

Η αγορά του κρασιού

Το εμφιαλωμένο κρασί είναι από τα λίγα αγροτικά προϊόντα που επιδεικνύει την προέλευσή του μέχρι τον τελικό καταναλωτή εκπροσωπώντας έτσι και τη χώρα προέλευσης. Κατά συνέπεια, πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα προϊόντα-πρεσβευτές της Ελλάδας.

Με παραγωγή οίνου, η οποία ανήλθε το 2016 σε 2,58 εκατ. HL και αξία εγχώριας παραγωγής σε ex-works τιμές 340 εκατ. ευρώ (2015), ο οινικός κλάδος αποτελεί μια μεγάλη επαγγελματική κατηγορία στην οποία εμπλέκονται:

– 160.000 αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις,

– 1.000 και πλέον οργανωμένα οινοποιεία, εκ των οποίων 50 συνεταιρισμοί,

– 20.000 εργαζόμενοι άμεσα στο χώρο της οινοποιίας,

– εκατοντάδες επιχειρήσεις που εξαρτώνται από την παραγωγή και την εμπορία οίνου (φυτώρια, επιχειρήσεις εξοπλισμού και χημικά εργαστήρια, εταιρείες προώθησης, διανομείς, εστίαση, κάβες κ.λπ. ).

Η εξαγωγική δραστηριότητα του ελληνικού κρασιού ανέρχεται σε 73,7 εκατ. ευρώ, με κύριους εξαγωγικούς προορισμούς τις χώρες της ΕΕ και υπολογίζεται στο 12% της ετήσιας παραγωγής, ενώ αντίστοιχα οι εισαγωγές οίνου προς την Ελλάδα ανέρχονται σε 30 εκατ. ευρώ.

Στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς η εγχώρια κατανάλωση ανέρχεται σε 2,9 εκατ. HL (27 λίτρα κατά κεφαλήν) με μερίδιο αγοράς του χύμα κρασιού στην ελληνική αγορά το 60%. Σε σχέση με άλλες σημαντικές χώρες παραγωγούς οίνου, η ελληνική παραγωγή είναι σχετικά μικρή αλλά η απόδοση ανά εκτάριο είναι συγκρίσιμη με τα επίπεδα της Ιταλίας.

Παρά το σημαντικό καλλιεργητικό κόστος, τις αυξημένες επιβαρύνσεις (ειδικός φόρος), το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, τη συρρίκνωση και τη γήρανση των εκτάσεων, η μικρή ελληνική παραγωγή (3,8 στρέμματα μ.ο.) έχει απόδοση συγκρίσιμη με την Ιταλία (10,3 έναντι 11,6 χιλιότονων).

Ειδικός Φόρος (αντι)Κατανάλωσης

Η επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ), με στοιχεία από την Κεντρική Συνεταιριστική Ένωση Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), υπολείπεται των αρχικών στόχων που είχαν τεθεί, όπως συνέβη και με πολλούς άλλους φόρους τα τελευταία χρόνια.

Οι εισπράξεις ΕΦΚ στο κρασί το 2016, ανήλθαν στο ύψος των 23,6 εκατ. ευρώ, ενώ και το 2017 οι σχετικές εισπράξεις αναμένεται να κυμανθούν σε παρόμοια, χαμηλά, επίπεδα. Η αρχική εκτίμηση προϋπολόγιζε έσοδα 120 εκατ. ευρώ (με ΕΦΚ 40 ευρώ/HL) ενώ στη συνέχεια, ο ΕΦΚ μειώθηκε στο μισό (20 ευρώ/ HL).

Την προσδοκία για έσοδα από τον ανοικονόμητο ΕΦΚ στο κρασί ύψους 60 εκατ. ευρώ επί κατανάλωσης 3.000.000 HL, ήρθε στην πράξη να διαψεύσει το ύψος των εισπραχθέντων εσόδων (23,6 εκατ. ευρώ) που αντιστοιχεί σε φορολόγηση μόνο 1.180.000 HL, έναντι κατανάλωσης 2.500.000 HL οίνου ετησίως (στοιχεία ΚΕΟΣΟΕ, Απρίλιος 2017).

Σύμφωνα με την KEOΣΟΕ, οι παρενέργειες της επιβολής ΕΦΚ στο κρασί ήταν πολλές, η κυριότερη όμως αφορά την αύξηση της παραοικονομίας στην αγορά με αποτέλεσμα να λειτουργούν επιχειρήσεις δυο ταχυτήτων: «η μία ταχύτητα αφορά τις επιχειρήσεις που επιχειρούν με βάση τη νομιμότητα και η δεύτερη αυτές που επιχειρούν χωρίς να καταβάλλουν φόρους. Το κακό στη δεύτερη περίπτωση είναι επίσης ότι και οι αποδέκτες των προϊόντων χωρίς παραστατικά που έρχονται σε επαφή με τον τελικό καταναλωτή, αποκομίζουν σημαντικά οφέλη με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί μια αλυσίδα επιχειρήσεων που υιοθετεί γενικευμένα παράνομες πρακτικές, που πλήττουν τα νόμιμα οινοποιεία και κυρίως τα συνεταιριστικά» (ανακοίνωση της 14ης Νοεμβρίου 2017).


Σε τέτοιο βαθμό είναι μειωμένη η είσπραξη φορολογικών εσόδων από το Δημόσιο, που δεν δικαιολογείται πλέον η επιβολή ΕΦΚ στο κρασί. Με βάση την ΚΕΟΣΟΕ, φορολογήθηκε με ΕΦΚ μόνο το 47,2% των δηλωθεισών ποσοτήτων οίνου, ενώ …διέφυγε του φόρου το 52,8%.


Στην αλυσίδα αυτή των αρνητικών συνεπειών για τους συνεταιρισμούς, προστέθηκε και άλλη μια παράμετρος, η οποία τείνει να τους ωθήσει στα πρόθυρα της οικονομικής εξόντωσης. Διαδοχικά τα μέλη της ΚΕΟΣΟΕ επισημαίνουν σε διαμαρτυρίες τους, ότι «οι αγοραπωλησίες οίνων την περίοδο του διανύουμε, ‘πάγωσαν’ εξαιτίας της ‘αναμονής’ της αγοράς και των εμπόρων για κατάργηση του Ε.Φ.Κ. στο κρασί ‘μέχρι τέλους του τρέχοντος έτους».

Κατά συνέπεια ένα σημαντικό μέρος του εμπορίου τήρησε μια υπερσυντηρητική πολιτική στις προμήθειες οίνων εν όψει της εορταστικής περιόδου προσδοκώντας την προμήθεια φθηνότερων προϊόντων, αφού ανέμεναν την υλοποίηση της υπόσχεσης κατάργησης του ΕΦΚ στο κρασί μέχρι το τέλος του έτους. «Πρόκειται για άλλο ένα στοιχείο που επιδεινώνει τα ήδη αρνητικά δεδομένα στην εγχώρια αγορά οίνου» επισημαίνει η ανακοίνωση της ΚΕΟΣΟΕ- η απόσυρση του φόρου δεν έγινε τελικά.

Η θέση του κρασιού σήμερα

Το 2010 η Διεπαγγελματική Αμπέλου και Οίνου ολοκλήρωσε το στρατηγικό σχέδιο marketing και branding για το ελληνικό κρασί το οποίο ανάδειξε ως μόνη βιώσιμη στρατηγική, αυτή της διαφοροποίησης. Ο στόχος της αμπελοκαλλιέργειας επικεντρώνεται στα ακόλουθα χαρακτηριστικά διαφοροποίησης:

  • Αυθεντικότητα: ιδιαίτερα ελληνικά terroirs και αξιόλογες γηγενείς ποικιλίες.
  • Καινοτομία: ανάπτυξη νέων οινικών προϊόντων που απαντούν στις ανάγκες των σύγχρονων καταναλωτών.
  • Οινοτουρισμός: δημιουργία ιδιαίτερων, υψηλής ποιότητας, ολοκληρωμένων οινικών εμπειριών στις κύριες τουριστικές και οινοπαραγωγικές περιοχές. Ειδικότερα πρέπει αναπτυχθούν συστηματικά εμπειρίες οινοτουρισμού, σε συνεργασία με μεγάλους tour operators που επιχειρούν στην Ελλάδα.

Αναφορικά με το κρασί, οι ειδικότερες προτάσεις εστιάζουν σε:

Α. Ανάδειξη επώνυμου και τυποποιημένου προϊόντος. Για την ελληνική αγορά το βασικό ζητούμενο είναι η ανάδειξη του επώνυμου, τυποποιημένου ελληνικού κρασιού και η αύξηση των πωλήσεών του έναντι του «χύμα», ανώνυμου. Πέρα από ένα αποτελεσματικό πλαίσιο ιχνηλάτησης, είναι αναγκαία η προώθηση ορθών οινικών αντιλήψεων σε επαγγελματίες εστίασης και καταναλωτές και τουρίστες για την ποιοτική διαφοροποίηση του επώνυμου, τυποποιημένου κρασιού.

Β. Άρση υπερ-φορολόγησης. Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο εμφιαλωμένο κρασί, λειτουργεί στρεβλωτικά, μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών κρασιών στο εξωτερικό, και ενθαρρύνει ακόμη περισσότερο την παραοικονομία.

Γ. Επαναπροσδιορισμός τιμής στις διεθνείς αγορές. Για τις διεθνείς αγορές ο στόχος είναι η αύξηση της μέσης τιμής πώλησης των ελληνικών εμφιαλωμένων κρασιών.

Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το special report για την Αγροδιατροφική Αλυσίδα με τίτλο «Λάδι, Μέλι και Κρασί: 15 πρακτικές προτάσεις για να κατακτήσουν τις ξένες αγορές», την οποία δημοσίευσε ο ΣΕΒ (Δεκέμβριος 2017). Η έκθεση βασίζεται στην κοινή πρωτοβουλία των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων «Ελαιόλαδου & Ελιάς», «Μελιού & Λοιπών Προϊόντων Κυψέλης», «Αμπέλου & Οίνου» και του ΣΕΒ, με το συντονισμό του Γ. Ξηρογιάννη, Διευθυντή και Γ. Ναθαναήλ, Senior Advisor του Τομέα Βιομηχανίας, Αναπτυξιακών Πολιτικών και Δικτύων του ΣΕΒ.

Αμπελουργοί 160.000
Οινοποιεία 1.000+
Εργαζόμενοι στον κλάδο 20.000+
Εγχώρια παραγωγή 2,6 εκατ. HL
Αξία εγχώριας παραγωγής 340 εκατ. ευρώ
Μερίδιο χύμα κρασιού (εγχώρια) 60%

Πηγή: ΚΕΟΣΟΕ, 2016

You might also like