Αμερικανική κόντρα για τη διανομή φαγητού
Πλατφόρμες παραγγελιοληψίας & εστιάτορες ερίζουν για τις χρεώσεις
Σε όλες τις χώρες η νέα πραγματικότητα στη διανομή φαγητού από τα εστιατόρια προς τους έγκλειστους καταναλωτές διαμέσου των εταιριών παραγγελιοληψίας και παράδοσης, έχει δημιουργήσει πεδίο αντιπαράθεσης καθώς οι εστιάτορες διαμαρτύρονται για τα υψηλά τέλη των συγκεκριμένων υπηρεσιών καθώς και την εν γένει διαχείριση του πελατολογίου τους από …τρίτους. Οι καταναλωτές μπορεί να μην αντιλαμβάνονται το επίδικο της κόντρας, καλούνται όμως συχνά να (την) πληρώσουν.
Επιμέλεια: Θανάσης Αντωνίου. Φωτογραφία: © CEphoto, Uwe Aranas.
Σε όλο και περισσότερες Πολιτείες των ΗΠΑ οι τοπικές αρχές καλούνται να αποφασίσουν τι πρέπει να πράξουν όσο αφορά τις χρεώσεις των εταιριών που δραστηριοποιούνται στην παραγγελιοληψία και τη διανομή, καθώς εντείνονται οι πιέσεις των επαγγελματιών της εστίασης που ζητούν τα τεθούν ανώτατα όρια (πλαφόν) χρεώσεων.
Το μόνο που μπορούν να κάνουν οι τοπικές αρχές – κι αυτό κάνουν οι πιο τολμηρές- είναι να συστήνουν στο καταναλωτικό κοινό να είναι προσεκτικό στο από ποιον και τι παραγγέλνει, γνωρίζοντάς του το γεγονός ότι μερικές φορές το κόστος που πρέπει να καταβάλουν τα εστιατόρια στις πλατφόρμες είναι υψηλό, σχεδόν ασύμφορο.
Υπέρογκα ποσοστά
«Εάν τα ποσοστά αυτά υπερβαίνουν το 15%, όπως είναι το προτεινόμενο ανώτατο όριο, θα ενθάρρυνα τους κατοίκους μας ως πελάτες σε αυτές τις υπηρεσίες να διαμαρτύρονται απευθείας στην εταιρία παράδοσης και / ή να μην χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες» δήλωσε πρόσφατα η Dana McDaniel, δήμαρχος μιας μικρής πόλης 40.000 κατοίκων, του Dublin, στο Οχάιο των ΗΠΑ. Μέχρι αυτή τη στιγμή τρεις πολιτείες (Νέα Υόρκη, η Καλιφόρνια και το Τέξας) κι εκατοντάδες δήμοι στις ΗΠΑ έχουν θεσπίσει ή εξετάζουν παρόμοια νομοθεσία. Οι δήμοι έχουν δηλώσει ότι το καθεστώς ανώτατου πλαφόν θα λήξει αμέσως μετά την πανδημία.
Οι επαγγελματίες της εστίασης καλωσόρισαν τη θέσπιση ανώτατου ορίου χρεώσεων οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις είχαν φτάσει το 30% ή περισσότερο. Ωστόσο, οι εταιρίες παράδοσης έχουν καταγγείλει αυτή την πολιτική – την ‘τυφλή’ όπως την αποκαλούν θέσπιση ορίων- εκτιμώντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να έχει επιπτώσεις στους καταναλωτές.
Στο Πόρτλαντ του Όρεγκον, μια πολιτεία που έχει θεσπίσει ανώτατο πλαφόν στο 10%, οι μαγαζάτορες διαπίστωσαν αύξηση των παραγγελιών τους από το φθινόπωρο και μετά, κάποιοι μάλιστα χαρακτήρισαν το πλαφόν ‘τεράστια βοήθεια’. Η Katy Connors, διευθύντρια του εστιατορίου Hat Yai στο Πόρτλαντ δήλωσε: «Οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι τα εστιατόρια υποφέρουν τόσο πολύ, και χωρίς αυτά τα ανώτατα όρια, θα δούμε ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό λουκέτων. Δεν ξέρω αν το πλαφόν στις χρεώσεις είναι η απάντηση στο πρόβλημα. Αλλά νομίζω ότι πρέπει να υπάρξει κάποια ρύθμιση για τις πλατφόρμες».

Και τα εργασιακά…
Τα εστιατόρια ζητούν επίσης από τους κρατικούς και ομοσπονδιακούς φορείς να προσέξουν περισσότερο το τι πράττουν οι εταιρίες παράδοσης και σε θέματα που σχετίζονται με τις αμοιβές των διανομέων και του εργασιακού καθεστώς τους. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ζητούν την παρέμβαση μιας Ανεξάρτητης Αρχής σε ομοσπονδιακό και κρατικό επίπεδο, όπως άλλωστε γίνεται και στις περιπτώσεις των ρυθμιστικών αρχών σε άλλους κλάδους (ενέργεια, μεταφορές), όπου κι εκεί υπάρχουν ανώτατα πλαφόν, διαφάνεια όσο αφορά τη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων κι έλεγχος για το εργασιακό καθεστώς.
Το ζήτημα των υψηλών χρεώσεων έφτασε προεκλογικά μέχρι τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις ΗΠΑ ύστερα από ερώτηση βουλευτών προς την Federal Trade Commission. Οι βουλευτές ζητούσαν έρευνα για ‘αθέμιτες πρακτικές’ στον κλάδο παροχής υπηρεσιών διανομής έτοιμου φαγητού.
Η δυσαρέσκεια απέναντι στην πολιτική που εφαρμόζουν οι γιγαντιαίες πλατφόρμες έχει οδηγήσει την αγορά σε νέες λύσεις, όπως η δημιουργία καναλιών παραγγελιών που επιτρέπουν στα εστιατόρια να παρακάμπτουν ορισμένα τέλη παράδοσης και τα ελέγχουν τα δεδομένα των πελατών τους.
Η εταιρία Lunchbox Technologies ξεκίνησε πρόσφατα υπηρεσία η οποία συγκεντρώνει εστιατόρια που έχουν το δικό τους online κανάλι παραγγελιών σε μια προσπάθεια να δείξει στην εστιατορική αγορά ότι η συνεργασία με πλατφόρμες και τα υπέρογκα ποσά χρέωσης δεν είναι μονόδρομος.

Τα data κοστίζουν χρυσάφι
Το δεύτερο μείζον πρόβλημα είναι η ιδιοκτησία των δεδομένων. Οι πλατφόρμες συνήθως μοιράζονται ορισμένα δεδομένα με τους εστιάτορες, αλλά όχι πληροφορίες που θα τους επέτρεπαν να προσελκύσουν απευθείας πελάτες. Μια ιδέα που έχει πέσει στο τραπέζι είναι να θεσπιστούν μόνιμα ανώτατα όρια τελών παράδοσης παραγγελιών φαγητού από τα οποία να εξαιρούνται μόνο όσες πλατφόρμες επιτρέπουν στα εστιατόρια την πρόσβαση στα δεδομένα των (κοινών) πελατών τους.
Οι εστιάτορες είναι ιδιαίτερα ανήσυχοι το τελευταίο διάστημα σχετικά με το με το τι επιτρέπεται να κάνουν οι πάροχοι παράδοσης με τα δεδομένα που συλλέγουν. « Αν αναλογιστούμε πόση εξουσία έχουν, είναι βασιλιάδες» σχολίασε δηκτικά σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Scott Weiner, συνιδρυτής της αλυσίδας εστιατορίων Fifty /50 Restaurant Group στο Σικάγο και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Illinois Restaurant Association.
Σύμφωνα με τον Scott Weiner: «Πρέπει να ρυθμιστεί τι μπορούν να κάνουν με τα επιχειρηματικά δεδομένα των εστιατορίων, καθώς και τα δεδομένα αγορών των καταναλωτών». Η διαχείριση των δεδομένων είναι κάτι εξαιρετικά σημαντικό στις ΗΠΑ και οι δεσμεύσεις που έχουν οι πλατφόρμες δεν τους επιτρέπουν, πράγματι, να μοιραστούν στοιχεία με τρίτους (τους εστιάτορες εν προκειμένω). Η συζήτηση όμως έχει ανοίξει από την πλευρά των εστιατορίων, έχει υιοθετηθεί από την πλευρά της πολιτείας και μένει να δούμε την απόκριση των 3PL εταιριών παροχής υπηρεσιών και των καταναλωτών.
Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το άρθρο «Delivery fee caps are everywhere, but are they the answer?» του Joe Guszkowski το οποίο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.restaurantbusinessonline.com στις 25/1/2021.