ΗΠΑ: Πολυεθνοτική κοινωνία, πολύχρωμη κουζίνα
Ταξίδι στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας και της γαστρονομίας
«Ορισμένοι από τους Βόρειους Ινδιάνους μας, τρώνε ωμό το μεδούλι του αρκτικού τάρανδου, καθώς και άλλα μέρη του ζώου, όπως και τις άκρες από τα κέρατα, όταν ακόμα είναι τρυφερά. Από αυτήν την άποψη, μάλλον υπερτερούν έναντι των μαγείρων του Παρισιού. Καταναλώνουν ότι, συνήθως, πέφτει στη φωτιά. Αυτή ενδεχομένως η τροφή, είναι καλλίτερη για τον άνθρωπο, από το μοσχάρι που τρέφεται στον στάβλο ή το χοιρινό του σφαγείου». Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, ‘Περπατώντας’.
Κείμενα, μεταφράσεις & επιμέλεια: Θανάσης Αντωνίου/ Grill Magazine
Ο Χένρι Ντέιβιντ Θορώ (Henry David Thoreau, 1817- 1862), δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο το διάσημο δοκίμιό του ‘Walking’: δημοσιεύτηκε ένα μήνα μετά το θάνατό του, τον Ιούνιο του 1862 στο (τότε) κορυφαίο περιοδικό της Atlantic Monthly. Ο Θορώ, ένας από τους πατριάρχες των αμερικανικών γραμμάτων, απόλυτος εκφραστής του μαχητικού κι ασυμβίβαστου πνεύματος των πιονέρων που έδωσαν ζωή στη ‘Νέα Γη’, αποθεώνει στο έργο αυτό τον μινιμαλιστικό και περιβαλλοντικά βιώσιμο τρόπο ζωής που αντίκρυσαν οι Ευρωπαίοι μετανάστες στην Αμερική. Έναν τρόπο ζωής που αν και ο ίδιος λάτρεψε και υιοθέτησε -ζώντας για μεγάλο διάστημα απομονωμένος στην άγρια φύση- η πατρίδα του βιάστηκε να εγκαταλείψει.
Την εποχή που έφευγε από τη ζωή, χτυπημένος από τη φυματίωση, η χώρα του βρισκόταν στην περιδίνηση μιας ιστορικής μετάβασης: κατάργηση της δουλείας και σταδιακή συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού, ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας και δημιουργία των πρώτων μεγαλουπόλεων, υποχώρηση του πιονέρικου κοινοτικού πνεύματος και θρίαμβος της ελεύθερης αγοράς κι, εν τέλει, εντυπωσιακή αλλαγή των όρων ζωής του μέσου Αμερικανού. Μεταξύ των όρων αυτών και η διατροφή. Για τη διαμόρφωση του αμερικανικού τρόπου διατροφής, συνέβαλλαν τρεις παράγοντες.
Εθνότητες & μετανάστες
Η ιστορία του φαγητού των ΗΠΑ είναι η ιστορία της διατροφής των εθνοτήτων και των φυλών που τις δημιούργησαν. Μια πολυφυλετική και πολυεθνοτική κοινωνία, δομημένη πάνω στα αλλεπάλληλα μεταναστευτικά ρεύματα και τη σταδιακή ‘κατάκτηση’ της ενδοχώρας, δεν θα μπορούσε παρά να αντικατοπτρίζει γαστρονομικά, τις γευστικές συνιστώσες της: Αγγλοσάξονες, Ολλανδοί, Γάλλοι, Πολωνοί και Γερμανοί σε πρώτη φάση. Ιταλοί, Σκανδιναβοί, Σλάβοι, Ασιάτες, Έλληνες, Άραβες, Εβραίοι, Αρμένιοι κ.ά. Και την ίδια στιγμή, αυτή η ιστορική πορεία δεν θα μπορούσε παρά να επηρεαστεί από αυτόχθονες και ισπανόφωνους που συνάντησαν οι άποικοι (αρχικά) και οι μετανάστες (αργότερα): Ερυθρόδερμοι, ‘Καλιφόρνιος’, ‘Ισπάνος’ της Κοιλάδας του Ρίο Γκράντε κ.ά.
Στο μυθιστόρημά του ‘Dissident Gardens’, ο Αμερικανός συγγραφέας Τζόναθαν Λέθεμ (Jonathan Lethem, 1964), καθηγητής δημιουργικής γραφής στην Καλιφόρνια, περιγράφει την ιστορία μιας έντονα πολιτικοποιημένης Νεοϋορκέζικης Εβραϊκής οικογένειας από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας, σε μια φρενήρη αφήγηση όπου πρωταγωνίστριες είναι δύο Αμερικανίδες Εβραίες, η μητέρα Ρόουζ και η κόρη της Μίριαμ. Το βιβλίο του είναι γεμάτο αναφορές στην διατροφική παράδοση των Αμερικανών, κυρίως της εβραϊκής κοινότητας.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί και το οποίο τοποθετείται στην προπολεμική περίοδο των ΗΠΑ, ο Άλμπερτ και η σύζυγός του Ρόουζ, ζευγάρι Εβραίων αστών από το Σάνισαϊντ Γκάρντενς της Νέας Υόρκης, επισκέπτονται μια οικογένεια αγροτών που ζουν στη ύπαιθρο, σε ένα εβραϊκό αγρόκτημα του Νιού Τζέρζι και παίρνουν μαζί τους ένα πικνίκ στο χωράφι.
«Ο Άλμπερτ την οδήγησε στην κουβέρτα που καταλάμβαναν ο αγρότης με τη φάρμα, ο Σαμάνοβιτς, και η γυναίκα του, η Γέτα. Η Γέτα Σαμάνοβιτς έμοιαζε με κοκκώδη ασπρόμαυρη φωτογραφία της γιαγιάς κάποιου από μια κωμόπολη που δεν ήταν ούτε στην Πολωνία ούτε στη Ρωσία, μια ακαθόριστη φιγούρα σε κορνίζα ή μενταγιόν, μόνο που αυτή η γκρίζα φιγούρα κατάφερνε να σκύβει προς το μέρος σου και να προσφέρει μια πιατέλα όπου φιγουράριζαν αυγοσαλάτα, πίκλες και ψιλοκομμένο συκώτι πάνω σε ψημένο ψωμί…».
Κοινωνική διαστρωμάτωση
Το πέρασμα των ΗΠΑ από αγροτική σε βιομηχανική κοινωνία δημιούργησε σημαντικές κοινωνικές αναταράξεις, αυξημένη κινητικότητα και, μετά από την πάροδο ορισμένων δεκαετιών, εξύφανε μια νέα κοινωνική διαστρωμάτωση. Ένα από τα βιβλία στα οποία θα αποτυπωθεί με τον πιο εμφατικό τρόπο η κοινωνική διαστρωμάτωση της αμερικανικής μεγαλούπολης είναι το περίφημο μυθιστόρημα ‘Manhattan Transfer’ του Τζον Ντος Πάσος (John Dos Passos, 1896 –1970) στο οποίο αποτυπώνεται η νεοϋορκέζικη ανθρωπογεωγραφία των δύο πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα. Στο βιβλίο, η κοινωνική διαστρωμάτωση αποτυπώνεται διάχυτα και συνεχώς στον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί τρώνε στα diner και τα εστιατόρια της εποχής.
Ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου είναι ο νεαρός δικηγόρος Τζόρτζ Μπόλντγουιν, ο οποίος βρίσκεται στο ξεκίνημα της καριέρας του και αναζητάει απεγνωσμένα πελάτες. Σε ένα διάλειμμα της δουλειάς του, κατεβαίνει από το κτίριο στο οποίο διατηρεί ένα μικρό δικηγορικό γραφείο για γευματίσει σε ένα εστιατόριο της Maiden Lane στο πολύβουο -ήδη από τότε- Μανχάταν: «’Γκαρσόν, φέρε μου βραστό Νέας Αγγλίας, μια μηλόπιτα κι έναν καφέ’. Ο σερβιτόρος με τη μεγάλη μύτη έγραψε την παραγγελία σ’ ένα χαρτί κοιτάζοντάς την με την άκρη του συνοφρυωμένου ματιού του. Γεύμα δικηγόρου χωρίς πελατεία…».
Στο ίδιο βιβλίο μια σκηνή αποτυπώνεται στο εσωτερικό ενός εστιατορίου, λίγα χρόνια αργότερα όπου τρία πρόσωπα συζητούν για την εικόνα της σύγχρονης Αμερικής ενώ οι δύο προσπαθούν να πείσουν τον τρίτο να πολιτευτεί. Ο ένας από αυτούς σερβίρεται, κι ενώ απευθύνεται στον σερβιτόρο, ταυτόχρονα σχολιάζει τη σύγχρονή του Αμερική.
«Ο σερβιτόρος μόλις έφερε ένα τεράστιο φιλέτο σε ξύλινο δίσκο, γαρνιρισμένο με μανιτάρια, ψιλοκομμένα καρότα, αρακά και πουρέ πατάτας, ‘Πολύ ωραίο πιάτο, Μπεν, πολύ ωραίο πιάτο… Έτσι είναι, Μπόλντουιν, όπως το βλέπω εγώ… Η χώρα διέρχεται μια επικίνδυνη περίοδο ανασυγκρότησης… η αναπόφευκτη σύγχυση μετά τον τερματισμό μιας μεγάλης σύγκρουσης… η χρεοκοπία μιας ηπείρου… ο μπολσεβικισμός και οι ανατρεπτικές θεωρίες… η Αμερική’ λέει ενώ κόβει με το κοφτερό γυαλισμένο ατσάλινο μαχαίρι το χοντρό φιλέτο, μισοψημένο και με μπόλικο πιπέρι».
Αστικοποίηση των ΗΠΑ
Μετά τη συγκρότηση των ΗΠΑ οι διατροφικές συνήθειες των Ευρωπαίων αποίκων, των Αφροαμερικανών και των αυτόχθονων πληθυσμών άρχισαν να αλλάζουν καθώς η αμιγώς αγροτική ζωή έδινε τη θέση της σε μια ταχύτατη αστικοποίηση. Η αναπτυσσόμενη οικονομία της Αμερικής και η αυξανόμενη μεσαία τάξη έμελλε να πυροδοτήσουν ραγδαίες εξελίξεις όσο αφορά την παρουσία των τροφίμων στην ζωή του μέσου Αμερικανού. Λίγο πριν, στα τέλη του 19ου αιώνα καταφτάνουν από την Ευρώπη, από τη Γαλλία κυρίως, πολλοί σεφ με προορισμό κυρίως τη Νέα Ορλεάνη και για πρώτη φορά η υψηλή γαστρονομία ‘πατάει το πόδι της’ στη Νέα Γη.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1900, τα εργαλεία κουζίνας – μαζικά, βιομηχανοποιημένα σχεδόν, προϊόντα μεγάλων επιχειρήσεων που όλοι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα- ‘απελευθερώνουν’ τη νοικοκυρά χαρίζοντάς της ‘χρόνο’, ενώ ταυτόχρονα προσφέρουν για πρώτη φορά τη δυνατότητα στον Αμερικανό να απολαύσει την τροφή. Λίγο αργότερα, οι επαναστάσεις στη γεωργία και την τεχνολογία τροφίμων μετέτρεψαν την υπόθεση ‘φαγητό’ σε ασχολία των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Όπως και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, ο μέσος πολίτης εγκαταλείπει οριστικά την ιδιοπαραγωγή τροφίμων. Έκτοτε θα καταναλώνει απλώς…
Εκβιομηχάνιση των τροφίμων
Ο Άλφρεντ Τσάντλερ (Alfred DuPont Chandler Jr. 1918 –2007), Αμερικανός ιστορικός των επιχειρήσεων, καθηγητής στο Johns Hopkins University και τιμημένος με Πούλιτζερ, θεωρούσε ότι αποφασιστικής σημασίας για την εικόνα που έλαβε η εικόνα της κατανάλωσης στις ΗΠΑ ήταν η εμφάνιση των μεγάλων επιχειρήσεων· ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ΗΠΑ ήταν παραγωγοί τροφίμων και ποτών. Όπως έγραφε, «Η μεγάλη στροφή της οικονομίας απ’ τις αποκεντρωτικού χαρακτήρα αποφάσεις στο συγκεντρωτικού χαρακτήρα συντονισμό κι έλεγχο της παραγωγής και της διανομής, έφτασε στο αποκορύφωμά της απ’ το 1897 ως το 1902, οπότε έλαβε χώρα η πρώτη και σημαντικότερη κίνηση συγχωνεύσεων εταιρειών στην Αμερικανική ιστορία».
Αναφέρει μάλιστα τρεις πραγματικούς πιονέρους των επιχειρήσεων, ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της εξέλιξης, η οποία άλλαξε μια για πάντα τον τρόπο διατροφής στη νέα αυτή χώρα: ο Γουσταύος Φραγκλίνος Σουίφτ (Gustavus Franklin Swift, 1839 –1903), ο άνθρωπος που οργάνωσε και εξάπλωσε το δίκτυο μεταφοράς, αποθήκευσης, διανομής και εμπορίου κρέατος από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες προς τη Δυτική Ακτή, ο Άντριου Γούντμπερι Πρέστον (Andrew Woodbury Preston 1846–1924), ο άνθρωπος που απογείωσε το εμπόριο μπανάνας με την United Fruit Company και ο Γερμανικής καταγωγής Αδόλφος Μπους (Adolphus Busch 1839 –1913) ο οποίος με τον πεθερό του Έμπερχαρντ Αϊνχάουζερ (Eberhard Anheuser 1806 –1880) δημιούργησαν την εταιρεία Anheuser-Busch Brewery, διάσημη για τις μπίρες Budweiser και Bud Light. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι τρεις αυτοί Αμερικανοί επιχειρηματίες συνδέονται με τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών.
Η αμερικανική συνταγή ‘δένει’
Τα μεταναστευτικά ρεύματα και οι παραδόσεις των αυτοχθόνων αποτελούν, όπως προείπαμε, τις βάσεις της αμερικανικής κουζίνας, αξίζει όμως να σημειώσουμε, μιας κι έχει καταγραφεί ιστορικά από διάφορους μελετητές της αμερικανικής ιστορίας τροφίμων, ότι η είσοδος και η επιβίωση γευστικών συνηθειών φερμένες από μετανάστες, δεν ήταν πάντα μια εύκολη υπόθεση και οι αντιδράσεις προέρχονταν συχνά από τους …παλαιότερους μετανάστες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ιταλική κουζίνα κι ένα από τα διασημότερα πιάτα της, το σπαγγέτι: ένα παραδοσιακό πιάτο, το οποίο στο παρελθόν διέθετε έντονη την παρουσία του σκόρδου. «Υπήρξε μια εποχή στα τέλη του 19ου αιώνα, που οι έντονες ιταλικές γεύσεις χλευάστηκαν από ανθρώπους που είχαν φθάσει στις ΗΠΑ μια γενιά πριν από τους Ιταλούς. Η αποστροφή σε ξένες τροφές από ομάδες μεταναστών είναι μια παράδοση σε αυτή τη χώρα. Πάντως μέσα σε μια γενιά, οι Αμερικανοί λάτρεψαν το ιταλικό φαγητό» υποστηρίζει η βραβευμένη με Emmy ιστορικός, τηλεοπτική παραγωγός, καθηγήτρια και μέλος του Smithsonian’s National Museum of American History Λίμπι Ο Κόνελ (Libby O’Connell).
Στο βιβλίο της ‘The American Plate: A Culinary History in 100 Bites’, η Κόνελ, επικεφαλής ιστορικός και αντιπρόεδρος του History Channel, παρουσιάζει ιστορίες βγαλμένες μέσα από την αμερικανική παράδοση, υποστηρίζοντας ότι η αμερικανική ιστορία των τροφίμων είναι ένα ιδιαίτερο μείγμα μεταναστευτικών επιρροών, θρησκευτικών δοξασιών (ή/και προκαταλήψεων) και κοινωνικών επιδράσεων αλλά πάντα υπό το πνεύμα ενός δυναμικού και φιλόδοξου καπιταλισμού. Ταυτόχρονα όμως η αμερικανική διατροφική παράδοση συνεχίζει μέχρι και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να αποτελεί ένα περίεργο κράμα από μεταναστευτικές επιρροές, ευρωπαϊκές τάσεις και αμερικανικές επινοήσεις.
Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από το βιβλίο ‘Food Americana: The Remarkable People and Incredible Stories behind America’s Favorite Dishes’ του δύο φορές βραβευμένου με Emmy τηλεοπτικού παραγωγού David Page στο οποίο αποτυπώνεται γλαφυρά ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησαν οι ΗΠΑ ως χωνευτήρι γεύσεων και τεχνικών που προέρχονται σχεδόν από κάθε σημείο της υφηλίου: «Όταν ήμουν παιδί, η γιαγιά μου συνήθιζε να μου φτιάχνει αυτό που, για κάποιο δικό της λόγο, αποκαλούσε ‘εβραϊκό σπαγγέτι’. Ήταν μακαρόνια, βραστά και στη συνέχεια τηγανισμένα σ’ ένα τηγάνι με κρεμμύδια και κέτσαπ. Και, ναι, ήταν τόσο απαίσιο όσο ακούγεται. Αλλά, κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα παράδειγμα του πως κατάφερε η Αμερική να δημιουργήσει ‘κουζίνα’: Μια Εβραία, η οποία διέφυγε από την Πολωνία για να γλυτώσει από τη βία του αντισημητισμού λίγο πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, μαγείρευε μια εκδοχή ενός ιταλικού πιάτου το οποίο η ίδια αντιλαμβανόταν ως κύριο αμερικανικό πιάτο».
Μεταπολεμική Αμερική
Η έκρηξη της αμερικανικής οικονομίας στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και η εντυπωσιακή ανάπτυξη των τεχνολογιών γύρω από την επεξεργασία, τη συσκευασία και τη διανομή τροφίμων, αλλά και η ανάπτυξη της εστιατορικής βιομηχανίας στις ΗΠΑ, μέσα από την κυριαρχία των αλυσίδων fast food, την κατ’ οίκον διανομή και την ‘εξαγωγή’ των αμερικανικών πιάτων σε όλο τον κόσμο, είχε σαν αποτέλεσμα το πρόσωπο’ της διατροφής στις ΗΠΑ να αλλάξει για μια φορά ακόμα.
Επιστρέφουμε στο μυθιστόρημα ‘Οι Κόκκινες Βασίλισσες’ του Τζόναθαν Λέθεμ, το γεμάτο αναφορές στην αμερικανική κουζίνα του 20ου αιώνα, για ένα απόσπασμα που αποτυπώνει την μεταπολεμική Νέα Υόρκη και παρουσιάζει μια πτυχή της αμερικανικής γαστρονομικής ιστορίας που κατέχει κορυφαία θέση, αυτή της ασιατικής κουζίνας. Η έφηβη κόρη του ζεύγους που προαναφέρθηκε, η Μίριαμ περιδιαβαίνει με τον φίλο της Σίσερο την απαστράπτουσα Νέα Υόρκη των χρόνων της ευημερίας.
«Η Μίριαμ έσυρε τον Σίσερο από το χέρι στην Τσαϊνατάουν, υπέροχα ανυπόμονη να τον μετακινήσει σαν πιόνι κατά μήκος της νοερής σκακιέρας της πόλης της… Το ντιμ σαμ*, τουλάχιστον αυτό που του αποκάλυψε η Μίριαμ εκείνο το απομεσήμερο, ήταν κινέζικο φαγητό του Νότου. Η Μίριαμ προσπέρασε δίσκους γεμάτους με υπέρκομψες λιχουδιές, ρόδινα κουκούλια σαν καραμέλες βουτύρου, γαρίδες μέσα σε γυαλιστερά ημιδιαφανή περιτυλίγματα, για χάρη μιας λαδωμένης λευκής σακούλας γεμάτης με κάτι που αποδείχτηκε πως ήταν κομμάτια ψητού χοιρινού, κρυμμένα σε λευκό ζυμάρι που είχε το μέγεθος, την τρυφερότητα και τη γευστικότητα των μπισκότων της μητέρας της. Κάθε λουκουμαδάκι έκρυβε επίσης μια πεντανόστιμη εκτόξευση σάλτσας μπάρμπεκιου, μυστικό κίνητρο για να το καταβροχθίσεις ολόκληρο- τέτοια σάλτσα μπάρμπερκιου μπορεί να είχαν πάρει οι αστροναύτες του Απόλο στο ταξίδι τους…».
Η δεκαετία του 1980
Οι δεκαετίες του 1970 και του 1980 θεωρούνται εξίσου σημαντικές για τη διαμόρφωση του σύγχρονου προσώπου των ΗΠΑ καθώς σε αυτές έχουμε την άνοδο των light προϊόντων αλλά και την ακόμα μεγαλύτερη επέκταση του γρήγορου φαγητού, ενώ η άνοδος της ασιατικής κουζίνας που μπαίνει δυναμικά στο διαιτολόγιο των Αμερικανών μεταπολεμικά, θα γίνει ακόμα πιο έντονη.
Στο διάσημο βιβλίο της ‘Οι σκλάβοι της Νέας Υόρκης’, το οποίο έχει μεταφερθεί με επιτυχία στον κινηματογράφο, η συγγραφέας Τάμα Τζάνοβιτς (Tama Janowitz, 1956) παρουσιάζει τη νεαρή φιλενάδα ενός καταξιωμένου καλλιτέχνη η οποία ζώντας στη σκιά του, περιορίζεται στο να του μαγειρεύει καθημερινά, όσο αυτός εργάζεται στο ατελιέ του. «Βλέπω μερικές σαπουνόπερες και πίνω δεύτερο καφέ. Έπειτα, αρχίζω συνήθως να προγραμματίζω το βραδινό φαγητό. Θα φτιάξω, ας πούμε, αγριόχηνα Κορνουάλης με πορτοκάλι γλασέ, ρύζι με κάρυ, σπαράγγια ή ίσως φετουτσίνι Αλφρέντο με σκορδάτο ψωμί και σαλάτα αραγκούλα**. Τίποτα το ιδιαίτερο…».
Κλείνουμε με ένα ακόμα απόσπασμα από το βιβλίο ‘Οι Κόκκινες Βασίλισσες’ του Τζόναθαμ Λέθεμ, στο οποίο αποτυπώνεται η συγχώνευση των γεύσεων και η ‘ανταλλαγή’ μεταξύ των διαφόρων συνιστωσών της αμερικανικής διατροφικής παράδοσης έτσι όπως μορφοποιείται στο street food της δεκαετίας του 1990. Η πρωταγωνίστριά του, η Ρόουζ, σε βαθιά γεράματα, ζει πλέον σε έναν οίκο ευγηρίας και λαχταράει ένα αμερικανικό – αν και θεωρεί το γερμανικό ως το καλύτερο- χοιρινό λουκάνικο πάνω σε καλό ψωμί σίκαλης. Στο απόσπασμα ο φίλος της κόρης της ο Σίσερο ώριμος άντρας πλέον κι αυτός, την επισκέπτεται στο γηροκομείο, της φέρνει φαγητό απ’ έξω και γευματίζει μαζί της.
«Της έφερε λαζάνια, μπορς***, πιροσκί και παστράμι, όλα σύμφωνα με τα καπρίτσια της,· τσιζ κέικ, γλυκόριζα και πορτοκαλάδα με ανθρακικό και τα καταβρόχθισαν όλα μαζί όσο εκείνη παραπονιόταν για την ανεπάρκειά τους σε σχέση με τα φαγητά της μνήμης της».
* ντιμ σαμ (dim sum): Ποικιλία κινέζικων πιάτων για μεσημεριανό.
** αραγκούλα (arugula): Το λαχανικό ρόκα.
*** μπορς (borsch): Διάσημη σούπα λαχανικών με έντονο κόκκινο χρώμα από το παντζάρι που αποτελεί ένα από τα συστατικά της. Ρώσοι και Ουκρανοί ερίζουν, ως συνήθως, για την προέλευσή της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Θορώ, Χένρι Ντέιβιντ: ‘Περπατώντας’, Εκδόσεις Διεθνή Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1996.
- Τσάντλερ, Αλφρεντ Ντ., Jr: «Η εμφάνιση των μεγάλων επιχειρήσεων», στο ‘Συγκριτικά Δοκίμια γύρω από την Αμερικανική Ιστορία’, Εκδόσεις Δ. Παλτεζάκη, Αθήνα 1969.
- Λέθεμ, Τζόναθαν: ‘Οι κόκκινες βασίλισσες’, Κέδρος, Αθήνα, 2015.
- Passos, John Dos: ‘Manhattan Transfer’, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2020.
- O’Connell, Libby: ‘The American Plate: A Culinary History in 100 Bites’, Sourcebooks/ History Channel, 2014.
- Τζάνοβιτς,Τάμα: ‘Σκλάβοι της Νέας Υόρκης’, Εκδόσεις Σέλας, Αθήνα 1989.
- Page, David: ‘Food Americana: The Remarkable People and Incredible Stories behind America’s Favorite Dishes (Humor, Entertainment, and Pop Culture)’, Mango, 2021