Εναλλακτικές πρωτεΐνες: Ήρθαν για να μείνουν
Συμπεράσματα από την ημερίδα του Γεωπονικού Πανεπιστημίου
Οι εναλλακτικές πρωτεΐνες αναμένεται να μας απασχολήσουν ακόμα περισσότερο το επόμενο διάστημα καθώς δεν πρόκειται για μια παροδική τάση στην πρωτογενή παραγωγή και τη διατροφή του ανθρώπου, αλλά για ανάγκη που πηγάζει μέσα από την κοινωνική εξέλιξη και την προσπάθεια που καταβάλει ο άνθρωπος να περιορίσει το περιβαλλοντικό αποτύπωμά του στον πλανήτη.
Ρεπορτάζ & φωτογραφίες: Θανάσης Αντωνίου
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι στο χέρι της επιστήμης να καθοδηγήσει τις εξελίξεις και να προτείνει βιώσιμες λύσεις για την πρωτογενή παραγωγή ενώ η βιομηχανία τροφίμων καλείται να αξιοποιήσει τις πρώτες ύλες για την παραγωγή σύγχρονων, γευστικών και υψηλής διατροφικής αξίας προϊόντων. Στη χώρα μας η συνεργασία της επιστήμης και της βιομηχανίας δεν βρίσκεται στα επιθυμητά επίπεδα, λόγω δομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι δύο πόλοι εδώ και δεκαετίες αλλά κάθε μέρα που περνάει γίνεται αντιληπτό κι από τις δύο πλευρές ότι πρέπει να κινηθούν στη βάση της συνεργασίας.
Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα της πρώτης ημερίδας του νεοσύστατου Ινστιτούτου Γεωργίας & Τροφίμων (ΙΓεΤ) του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, με τίτλο «Βιώσιμες πηγές πρωτεΐνης Από το χωράφι στο πιάτο». Η ημερίδα πραγματοποιήθηκε στις 31 Μαΐου 2022, στο Συνεδριακό Αμφιθέατρο του ΓΠΑ και την παρακολούθησαν επιστήμονες, εκπρόσωποι εταιριών και φοιτητές.
Επιστήμη & βιομηχανία
«Εμείς δεν θεωρούμε πλέον ότι είμαστε μια εταιρία κρέατος. Θεωρούμε ότι είμαστε μια εταιρία πρωτεϊνών». Με αυτά τα λόγια ο επιχειρηματίας Νίκος Λούστας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Megas Yeeros τόνισε τη ‘μετακίνηση’ της εταιρίας του από τον παραδοσιακό χώρο της επεξεργασίας κρέατος, στη νέα, δυναμική τροχιά του κλάδου των πρωτεϊνών (μέσω της σειράς προϊόντων Mega Meatless).
Ένθερμος υποστηρικτής της συνεργασίας ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα και τη βιομηχανία, ο Ν. Λούστας έκανε έκκληση: «Φέρτε την επιστήμη κοντά στη βιομηχανία. Κρίμα είναι να είστε μακριά. Το πανεπιστήμιο συχνά θεωρητικολογεί αλλά οι φοιτητές μπορούν να γίνουν σπουδαίοι μοχλοί για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, ενώ οι καθηγητές ως επιστήμονες μπορούν να βάλουν το στίγμα τους στη διατροφική επανάσταση που συντελείται σε παγκόσμιο επίπεδο». Προχώρησε μάλιστα ένα βήμα παραπέρα ανακοινώνοντας ότι «Η εταιρία μας προτίθεται να χρηματοδοτήσει μια έδρα στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, αρκεί το ένα μεταπτυχιακό που θα θεσπίσει να είναι του ενδιαφέροντος της εταιρίας μας».
Ο Νίκος Λούστας απάντησε με πάθος σε ερώτηση που του απευθύνθηκε σχετικά με την απροθυμία των ελληνικών βιομηχανιών επεξεργασίας κρέατος και παρασκευής κρεατοσκευασμάτων να αγοράζουν εγχώρια προϊόντα, προτιμώντας τα εισαγόμενα, αποκλειστικά για λόγους κόστους.
«Θέλουμε να βάλουμε ελληνικό χοιρινό κρέας στην παραγωγή μας και ζητάμε 250 τόνους την εβδομάδα» σχολίασε ο επικεφαλής της Megas Yeeros και συμπλήρωσε: « Όταν ακούν οι εγχώριοι παραγωγοί την ποσότητα αυτή …εξαφανίζονται. Ούτε 250 τόνους την εβδομάδα δεν έχουν. Ούτε 250 τόνους το χρόνο κάποιοι από αυτούς. Δεν προσβάλλω την ελληνική κτηνοτροφία. Το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο κινούμαστε όλα αυτά τα χρόνια μας έφερε σε ένα σημείο που δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε τους δικούς μας πόρους για να παράξουμε ελληνικά κρέατα και να τα εξάγουμε στην Ιαπωνία, τις ΗΠΑ κι αλλού. Πρέπει η πατρίδα μας να σηκωθεί στα πόδια της».
Βιωσιμότητα & κόστος
Ο Ιωσήφ Αλεξανδρίδης Nutrition, Health & Wellness Manager, στη Nestle Hellas στην παρέμβασή του έθεσε το ζήτημα της βιωσιμότητας των παραγόμενων φυτικών προϊόντων, διότι αυτό είναι – σε τελική ανάλυση- που ενδιαφέρει συνολικά την κοινωνία. «Μπορεί να παράγουμε προϊόντα φυτικής προέλευσης, πρέπει όμως να τα παράγουμε με βιώσιμο τρόπο, διότι αν δεν το κάνουμε αυτό, ο αντίκτυπος στο περιβάλλον θα είναι μεγαλύτερος από αυτόν που υπάρχει αυτή τη στιγμή». Ο εκπρόσωπος της πολυεθνικής εταιρίας τόνισε πως χρειάζεται να θέσουμε το στοίχημα της βιωσιμότητας σε όλο το φάσμα της παραγωγής δραστηριότητας, δηλαδή από την παραγωγή πρώτων υλών στο χωράφι, τη διακίνησή τους κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας, την επεξεργασία τους στη βιομηχανία, μέχρι τον τελικό καταναλωτή. «Κάθε εταιρία πρέπει να έχει συγκεκριμένες πολιτικές στο κομμάτι αυτό, έτσι ώστε να δώσουμε κατάλληλα προϊόντα στον καταναλωτή αλλά και να είναι βιώσιμα» είπε.
Ο Ιωάννης Καραγιάννης, ιδρυτής και ιδιοκτήτης Manitus η οποία δραστηριοποιείται στην καλλιέργεια μανιταριών και τις υδροπονικές καλλιέργειες φυλλωδών λαχανικών, αναφέρθηκε στο κόστος παραγωγής των αγροτικών προϊόντων το οποίο, πολλές φορές, είναι απαγορευτικό για τις μεγάλες ελληνικές εταιρίες προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν στην παραγωγή προϊόντων με εναλλακτικές πρωτεΐνες. Η Ευανθία Μάνθου, R&D Specialist στην Megas Yeeros αναφέρθηκε στις σχέσεις που αναπτύξει η εταιρία της με την επιστημονική κοινότητα ενώ η ίδια, ως διδάκτορας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου σκοπεύει να συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή.
Η Έλλη Χατζηλουκά, ιδρύτρια και ιδιοκτήτρια της εταιρίας Nutricomms πρόβλεψε ότι η φυτική διατροφή ήρθε για να μείνει, ξεκαθάρισε πως δεν είναι μια απλή τάση αν και κάποιες πτυχές των εναλλακτικών πρωτεϊνών, όπως π.χ. η εκτροφή εντόμων για τη λήψη πρωτεϊνών χρειάζεται ακόμα δρόμο πριν την εφαρμογή στη βιομηχανική παραγωγή. «Ο Έλληνας καταναλωτής σε σχέση με τον Ασιάτη δεν είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο και χρειάζεται σίγουρα εκπαίδευση» σχολίασε.
Τόνισε ότι πριν από 10 χρόνια κανείς δεν θα πίστευε ότι θα μπορούσε να παραχθεί ένα μπέργκερ από φυτικά προϊόντα τόσο γευστικά ωραίο και απολαυστικό όπως ένα μπέργκερ ζωικής προέλευσης. Κανείς επίσης δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι η τεχνολογία θα σημείωνε τέτοια ανάπτυξη ώστε κάτι ένα τέτοιο προϊόν να είναι σήμερα εφικτό. «Η τεχνογνωσία υπάρχει, υπάρχει πολύς χώρος για start up εταιρίες στον κλάδο. Οι πολυεθνικές μπορεί να έχουν τις γνώσεις αλλά δεν έχουν την ευελιξία για να παρουσιάσουν καινοτόμα προϊόντα» ανέφερε.