Κτήμα Δημόπουλος: Από το Ξινό Νερό με τη σοφία της εμπειρίας

Συνομιλούμε με έναν σπουδαίο παραγωγό από την ακριτική Φλώρινα

Ο Παναγιώτης Δημόπουλος, οινοποιός από το Ξινό Νερό Αμυνταίου Φλώρινας, επικεφαλής στο Κτήμα Δημόπουλος είναι παλιός στην αμπελουργία αλλά σχετικά νέος στην εμφιάλωση. Τον συναντήσαμε στο Οινόραμα 2024, στο Ζάππειο, και του ζητήσαμε να μας παρουσιάσει την προσπάθειά του.
Κείμενο Θανάσης Αντωνίου Φωτογραφίες: Θ.Α. & Κτήμα Δημόπουλος

 

Ο Παναγιώτης Δημόπουλος ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια με την αμπελουργία και την παραγωγή μούστου, ενώ από το 2015 προχώρησε στη δημιουργία της δικής του οινοποιητικής επιχείρησης εμφιαλώνοντας με επίσημη ετικέτα.

«Έπρεπε κι εμείς κάποια στιγμή να βγάλουμε ετικέτα, διότι διαθέτουμε αμπελώνα μεγαλύτερο των 400 στρεμμάτων, στον οποίο φυτεύουμε κατά 50% Ξινόμαυρο και τα υπόλοιπα είναι ελληνικές ποικιλίες» μάς λέει ο βορειοελλαδίτης οινοποιός. Στο Κτήμα καλλιεργούνται οι ερυθρές ποικιλίες Ξινόμαυρο, Syrah, Merlot, Pinot noir, Montepulciano, Cabernet Sauvignon και Petit Verdot και οι λευκές Sauvignon blanc, Chardonnay, Gewurztraminer, Ασύρτικο.

Το Κτήμα περιβάλλεται από τον ιδιόκτητο αμπελώνα, ο οποίος εκτείνεται σε υψόμετρο από 630 μ. έως 670 μ. Το κλίμα είναι ηπειρωτικό: κρύοι χειμώνες με επαρκή βροχόπτωση και χιονοπτώσεις, ενώ τα καλοκαίρια είναι ζεστά κατά τη διάρκεια της ημέρας και δροσερά το βράδυ.

Το οινοποιείο είναι διώροφο, με στεγασμένο χώρο 870 τ.μ. ανά όροφο και είναι χτισμένο στις παρυφές των λόφων της περιοχής ‘Κοντή Καρυδιά’. Στον υπόγειο χώρο γίνεται η οινοποίηση και αποθήκευση στην κάβα και στον πρώτο όροφο βρίσκονται τα γραφεία του οινοποιείου, η αίθουσα γευσιγνωσίας και ο χώρος των εκδηλώσεων.

 

Τι πληρώνουν στο εξωτερικό;

Το Κτήμα παράγει περίπου 100.000 φιάλες τον χρόνο οι οποίες διακινούνται κυρίως στην Ελλάδα, ενώ ένα μικρό ποσοστό τους καταλήγει σε ελληνικά εστιατόρια του εξωτερικού, συγκεκριμένα στην Γερμανία. «Είναι πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα οι εξαγωγές, αρκεί όμως να πληρώνουν οι Ευρωπαίοι το ελληνικό κρασί στην τιμή που πρέπει» μάς λέει ο Παναγιώτης Δημόπουλος κι εξηγεί τον λόγο του προβληματισμού του: «Δυστυχώς στην Ευρώπη είχαν συνηθίσει επί πολλά χρόνια να αγοράζουν ελληνικά κρασιά σε πολύ χαμηλές τιμές. Κάποιοι Έλληνες οινοποιοί, από τους μεγάλους  μάλιστα, είχαν συνηθίσει τους Γερμανούς σε αυτή την εμπορική πολιτική. Τα ελληνικά κρασιά όμως ανταγωνίζονται σήμερα στα ίσα τα ξένα και το τίμημα πρέπει να είναι ψηλότερο».

Στην Ελλάδα, τα κρασιά του Κτήματος Δημόπουλου διακινούνται σε κάβες κι εστιατόρια σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και σε εστιατόρια στα νησιά, τα οποία αγοράζουν κυρίως τα λευκά και τα ροζέ κρασιά. «Είναι επιλογή μας αυτή τη στιγμή να μην τοποθετηθούμε στα σουπερμάρκετ», μάς απαντάει σε σχετική ερώτηση ο Π. Δημόπουλος, « διότι εκεί δεν αναγνωρίζεται ο κόπος του οινοποιού. Η μεγάλη λιανική κοιτάει απλά την τιμή και για να δελεάσει το κοινό απαιτεί κι επιβάλλει τεράστιες εκπτώσεις, οι οποίες δημιουργούν προβλήματα στους παραγωγούς».

Κτήμα Δημόπουλου: Ορισμένες από τις 100.000 φιάλες της ετήσιας παραγωγής φτάνουν στην Γερμανία

 

Δυσεύρετοι οι εργάτες γης

Σύμφωνα με τον συνομιλητή μας, το θέμα που έχει προκύψει το τελευταίο διάστημα είναι αυτό των εργατών γης οι οποίοι είναι δυσεύρετοι, ενώ η ημερήσια αποζημίωσή τους έχει αυξηθεί με αποτέλεσμα ορισμένοι αμπελουργοί να δυσκολεύονται.

Αλλά και το ζήτημα των αδειών, όπως μας επισημαίνει ο Π. Δημόπουλος, είναι επίσης πολύ σημαντικό, αφού τόσο ο ίδιος, όσο και άλλοι συνάδελφοί του αναγκάζονται να αναζητούν άδειες για φύτευση και καλλιέργεια αμπελώνων μακριά από την Φλώρινα, πληρώνοντας υπέρογκα ποσά. «Το ζήτημα αυτό θα έπρεπε να έχει διευθετηθεί καλύτερα από την πολιτεία. Αν δεν έχεις δικά σου χρήματα, η πολιτεία δεν μπορεί να βοηθήσει» αναφέρει με μια δόση απογοήτευσης.

Το οινοποιείο του Κτήματος είναι ανοικτό στο κοινό και το επισκέπτονται ήδη πολλοί, με τους νέους να είναι οι περισσότεροι επισκέπτες, όπως συμβαίνει άλλωστε και στο Οινόραμα, όπου πραγματοποιούμε τη συζήτησή μας. «Οι νέοι έχουν μεγαλύτερη κουλτούρα στο κρασί απ’ ότι οι παλαιότερες γενιές, είναι πιο περίεργοι και ψάχνουν στο Internet αναζητώντας  την ποιότητα» σχολιάζει ο οινοποιός από την Φλώρινα.

Οι δεξαμενές εμφιάλωσης του Κτήματος Δημόπουλου

 

Τα οικονομικά πονάνε

Τα κρασιά του Κτήματος Δημόπουλου κατευθύνονται σε ποιοτικά εστιατόρια, όπου και πωλούνται σε τιμές που κυμαίνονται από 30 μέχρι 40 ευρώ. «Οι τιμές των κρασιών στα εστιατόρια είναι αυξημένες αλλά, σκεφτείτε, ότι το ίδιο εστιατόριο έχει φτάσει σήμερα να πουλάει μια μπριζόλα σε αντίστοιχη ή και μεγαλύτερη τιμή» μάς λέει ο παραγωγός από το Ξινό Νερό και συμπληρώνει: «Ασφαλώς, δεν μπορούμε να ορίσουμε στους εστιάτορες τιμές, ευχή μου όμως είναι όλα τα ελληνικά εστιατόρια να πουλάνε όσο το δυνατόν περισσότερο ελληνικό κρασί- όλων των συναδέλφων» τονίζει και μάς ενημερώνει πως σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, που διάβασε στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg, τα ελληνικά κρασιά κατατάσσονται στα κορυφαία του κόσμου.

Στο Οινόραμα όπου τον συναντήσαμε, τη μεγάλη έκθεση για το ελληνικό κρασί, μέρος των επισκεπτών ήταν τουρίστες οι οποίοι βρίσκονταν εκείνες τις ημέρες στην Αθήνα κι επέλεξαν να επισκεφτούν το Ζάππειο, για να δοκιμάσουν ελληνικά κρασιά.

Μοιραία η συζήτησή μας περνάει στο ζήτημα του τουρισμού. «Δεν ξέρω πως θα κινηθεί η τουριστική σεζόν, η προώθηση όμως του ελληνικού κρασιού είναι δύσκολη κι απαιτητική υπόθεση. Ούτε ο Έλληνας τουρίστας ούτε -πολύ περισσότερο- ο ξένος  γνωρίζουν την ποιότητα των ελληνικών κρασιών και πρέπει να βρεθεί μια λύση. Η συμμετοχή μας στο Οινόραμα είναι μια τέτοια προσπάθεια για να μας γνωρίσει το ευρύτερο κοινό» δηλώνει.

Μέρος του αμπελώνα του Κτήματος Δημόπουλου, στο Ξινό Νερό Αμυνταίου Φλώρινας

 

Ο συνομιλητής μας ζητάει από την πολιτεία να μεριμνήσει, έτσι ώστε να αναδειχθεί η ποιότητα των ελληνικών κρασιών αλλά και να διαφυλαχθεί το επίπεδο που έχουν κατακτήσει κάποιοι οινοποιοί στο κρασί που παράγουν. «Το κρασί αυτό πρέπει να ‘ξεχωρίζει’ από αυτό που κυκλοφορεί μαζικά και είναι κατάλληλο μόνο για πώληση στις …λαϊκές» μάς λέει με νόημα.

Κλείνουμε τη συζήτησή μας με τα οικονομικά της παραγωγής τα οποία, όπως είναι γνωστό, έχουν ξεφύγει τα δύο τελευταία χρόνια. «Οι τιμές των πρώτων υλών, των μηχανημάτων και των φιαλών, όλων αυτών δηλαδή που χρησιμοποιούμε στην οινοποιία, μου θυμίζουν ‘καρδιογράφημα’ με τον τρόπο που αυξάνεται ή υποχωρεί η τιμή τους, αλλά θεωρώ πως το μεγαλύτερο ζήτημα προκύπτει από τις τιμές του ρεύματος, το οποίο είχε φτάσει τέσσερις φορές πάνω από την κανονική» επισημαίνει.

Αυτός είναι ο λόγος, υποστηρίζει, για τον οποίο οι οινοποιοί δεν έχουν αποκομίσει τα κέρδη που περίμεναν τα τελευταία δύο χρόνια κι αντιμετωπίζουν, κάποιοι από αυτούς, σημαντικά κεφαλαιακά προβλήματα. «Στην Ελλάδα όλα κινούνται στο ‘βλέποντας και κάνοντας’» μάς αναφέρει κουνώντας το κεφάλι του. Μια στάση απέναντι στα πράγματα που πριν έναν χρόνο είχε τραγική εξέλιξη στα Τέμπη.

You might also like