Αρτοσκευάσματα: Η ανάγκη για υγιεινά προϊόντα δημιουργεί τάσεις 

Εξελίξεις και τάσεις στην ελληνική αγορά ζύμης και αρτοσκευασμάτων

Οι επιχειρήσεις του τομέα αρτοσκευασμάτων και ζυμών έχουν κίνητρο για να βελτιωθούν. Από την άλλη, οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα αγοραστών δυσκολεύουν την πρόσβαση σε νέα, πιο υγιεινά προϊόντα. Θα καταφέρουν άραγε οι μεγάλοι παραγωγοί να εκδημοκρατίσουν αυτήν την κατηγορία διατροφής;
Ρεπορτάζ: Γιάννης Μουρατίδης Φωτογραφίες: Betty’s Bakery, Delifrance

 

Είναι δύσκολο να φανταστούμε μια εικόνα της καθημερινής μας διατροφής από την οποία απουσιάζει ένα τουλάχιστον προϊόν που βασίζεται σε σιτηρά. Με αιτία την πρόσβαση σε καλλιέργειες ή αποθήκες σιτηρών έχουν ξεκινήσει πόλεμοι και εκστρατείες ακόμα και πριν από χιλιάδες χρόνια.

Οι πιέσεις που δέχονται οι αγορές των σιτηρών, εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, είναι αντικείμενο μελετών και καθορίζουν τη ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων καθημερινά. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν την περασμένη χρονιά, παρά τις δυτικές κυρώσεις που έχουν βάλει φραγμούς στις εξαγωγές τροφίμων της Ρωσίας, το μερίδιο της στην παγκόσμια αγορά σιταριού έχει αυξηθεί στους 52 εκατομμύρια τόνους από τους 32,6 εκατ. τόνους το 2022, όταν δηλαδή ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία.  Πρόκειται για το 22,5% των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού και με το μερίδιο αυτό η Ρωσία ενισχύει την ηγετική της θέση στην αγορά, άρα έχει ακόμα μεγαλύτερη δυνατότητα ελέγχου στις τιμές.

Ωστόσο, ο στόχος του άρθρου δεν είναι να κάνει μια γεωπολιτική ανάλυση της αγοράς των σιτηρών, άλλωστε αυτό που ενδιαφέρει τους μεγάλους και μικρούς παραγωγούς σε κάθε χώρα είναι η τιμή που αγοράζουν, η οποία αρχικά εκτινάχθηκε σε σχέση με την περίοδο πριν τον πόλεμο και τώρα έχει σταθεροποιηθεί, αλλά σε ψηλότερο επίπεδο.

Επομένως, ακόμα και το …ψωμί πλέον είναι ακριβό τόσο λόγω της αύξησης της τιμής πρώτων υλών, όσο και εξαιτίας της ανόδου του ενεργειακού κόστους. Όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν προβλέπεται κάποια ‘επανάσταση’ για αυτόν τον λόγο, όπως συνέβη στο παρελθόν, υπάρχουν όμως ‘επαναστατικές’ αλλαγές στην αγορά των αρτοσκευασμάτων και προϊόντων ζύμης.

Η κατά κεφαλή κατανάλωση ψωμιού στην Ελλάδα ανέρχεται σε 78 κιλά/έτος.

 

 Αγορά: Μεγαλώνει σε αξία & ελκύει επενδυτές

Ο πληθωρισμός δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις μια αρνητική παράμετρος για τις επιχειρήσεις. Το δεδομένο των πληθωριστικών τάσεων είναι η αύξηση των τιμών πρώτων υλών, μεταξύ των οποίων είναι και τα άλευρα. Ωστόσο, οι διοικήσεις των επιχειρήσεων έχουν την επιλογή να διαμορφώσουν προς τα πάνω τις τιμές, ώστε να περάσουν το επιπλέον κόστος στον αγοραστή.

Όπως φαίνεται κάτι τέτοιο έχει συμβεί, καθώς σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η τιμή του ψωμιού είναι στο υψηλότερο επίπεδο που έχει βρεθεί από το 1997. Είναι αναμενόμενο ότι σε μια τέτοια κατάσταση θα υπάρξουν κι επιχειρηματίες, οι οποίοι θα αυξήσουν την τιμή του προϊόντος περισσότερο από όσο χρειάζεται, για να αυξήσουν την κερδοφορία τους. Κάπου εκεί μπαίνει στο παιχνίδι το Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων και η κατάσταση αρχίζει να γίνεται ‘περίεργη’, για να χρησιμοποιήσουμε την πιο ευγενική περιγραφή.

Αν στο παραπάνω πλαίσιο προσθέσουμε και το γεγονός ότι οι περισσότερες διατάξεις του Υπουργείου, όπως το ‘Καλάθι του καταναλωτή’, αφορούν τον τελικό αγοραστή και όχι τη Ho.Re.Ca, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι ο κλάδος της εστίασης βρίσκεται σχεδόν καθημερινά αντιμέτωπος με ένα χρηματιστήριο αξιών και μια μεγάλη γκάμα από ποιότητες προϊόντων που μπορεί να επιλέξει. Πρόσφατα, ήμασταν αυτήκοοι μάρτυρες σε συζήτηση όπου επιχειρηματίας συζητούσε με τον συνεργάτη του για το ποσοστό νοθείας που θα επιλέξουν στο ελαιόλαδο, ώστε να «βγαίνει η επιχείρηση»!

Η πολυεθνική Delifrance διαθέτει πολλούς κωδικούς προϊόντων καταψυγμένου ψωμιού και ζυμών.

 

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, που θυμίζει κάποιες φορές Άγρια Δύση, είναι αναμενόμενο να δημιουργούνται ευκαιρίες για επενδυτές. Τον περασμένο Αύγουστο, ο Ινδός επιχειρηματίας Ταϊζούν Χορακιβάλα απέκτησε τον αποκλειστικό έλεγχο της εταιρείας Ιoniki, η οποία δραστηριοποιείται στην παραγωγή και την εμπορία κατεψυγμένων προϊόντων σφολιάτας, ζύμης και αρτοποιίας, μεταξύ άλλων και σε επιχειρήσεις Ho.Re.Ca. Ο κύκλος εργασιών της Ιoniki ξεπέρασε τα 27,43 εκατ. ευρώ το 2022, επιτυγχάνοντας αύξηση επί συνολικής αξίας πωλήσεων 36,82%.

Επίσης, ο όμιλος Vivartia δείχνει ενδιαφέρον για τις ζύμες, καθώς δύο από τις εταιρείες του ομίλου, οι  Άλεσις και Μ. Αραμπατζής, κατέγραψαν άνοδο πωλήσεων σε αξία κατά 32,2% και διαμορφώθηκαν σε ιστορικό υψηλό στα 123,3 εκατ. ευρώ.

Την εικόνα αυτή στηρίζει και η συζήτηση που κάναμε με την Ελένη Τσαλπατούρου, marketing managerτης Delifrance Hellas, η οποία βλέπει για τη φετινή χρονιά περαιτέρω ανάπτυξη της αγοράς σε ποσοστό κοντά στο 2%. Η πολυεθνική εταιρεία Delifrance, με πολλούς κωδικούς προϊόντων καταψυγμένου ψωμιού και ζυμών, διαπιστώνει μια σταθερά αυξανόμενη ζήτηση προϊόντων με καλύτερη διατροφική αξία και εκπλήξεις για τη γεύση.

Η τάση αυτή ενισχύθηκε από την πανδημία, καθώς περισσότεροι άνθρωποι είχαν τον χρόνο να δοκιμάσουν νέες γεύσεις και ποιότητες και, επιπλέον, ενισχύθηκε από την άνοδο της κατηγορίας brunch, η οποία είχε δημιουργηθεί πριν την πανδημία και τώρα επανέρχεται δυναμικά.

Όπως λέει η Ελένη Τσαλπατούρου και συμφωνεί η Κωνσταντίνα Γκίζα, marketing executive της Ioniki, το brunch είναι μια μεγάλη ευκαιρία για προϊόντα, όπως το ποιοτικό ψωμί και οι ζύμες, να περάσουν από το takeaway στην αγορά της καθιστής εστίασης.

Aφράτα σφολιατάκια με γέμιση φέτας ΠΟΠ Ελασσόνας από τη Σπιτική Ζύμη

 

Μεγάλη η κατανάλωση των Ελλήνων

Ελένη Τσαλπατούρου

Με την κατανάλωση ανά άτομο να φτάνει τα 78 κιλά ψωμί τον χρόνο, η Ελλάδα είναι στην κορυφή της ΕΕ, ενώ ανάλογη είναι και η εικόνα για τα προϊόντα ζύμης. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και το παραδοσιακό σουβλάκι, φτάνουμε σε μια αγορά που αγγίζει σε αξία το 1,5 δισ. Ευρώ, μόνο για τις πωλήσεις σε Ho.Re.Ca και φούρνους. Ωστόσο, η μερίδα του λέοντος σε αυτή την πίτα, αφορά σε προϊόντα που θα τα λέγαμε ‘οικονομικές επιλογές’. Αναφερόμαστε δηλαδή σε προϊόντα, τα οποία μπορεί να ξεκινούν από τα 50 λεπτά του ευρώ ανά κιλό και άρα να είναι μέχρι και 6 φορές φθηνότερα από τα πιο premiumπροϊόντα της κατηγορίας, όπως το φρέσκο ψωμί από προζύμι.

Σύμφωνα με την Ελένη Τσαλπατούρου, η κατάσταση αυτή φαίνεται να αλλάζει. Η λίστα προϊόντων της Delifrance έχει κατεψυγμένα ψωμιά με προζύμι και αργής ωρίμανσης καθώς και ψωμιά με ιδιαίτερες γεύσεις, όπως το ψωμί με παντζάρι ή ψωμιά με σπόρους. Δύο από τα εργοστάσια της εταιρείας έχουν εστιάσει την παραγωγή τους σε αυτήν την υποκατηγορία, γεγονός που δείχνει ότι η ζήτηση είναι αυξανόμενη.

Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι αν τελικά η διάθεση για πιο premiumπροϊόντα θα βρει εμπόδιο στη μειωμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Σύμφωνα με την Ελένη Τσαλπατούρου, η τάση προς το premium προϊόν θα συνεχιστεί, αλλά με χαμηλό ρυθμό, μέχρι τουλάχιστον οι καταναλωτές να αποκτήσουν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη.

You might also like