Αναψυκτικά: στηρίζουν παραγωγή, εργασία και μαζική εστίαση

Σημαντική οικονομική επίδραση έχει ο κλάδος των μη αλκοολούχων ποτών, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΙΟΒΕ: προσφέρει δουλειές στην περιφέρεια, παράγει υπεραξία για τους παραγωγούς, τους εμφιαλωτές και τους διακινητές ενώ στηρίζει τους δυναμικούς κλάδους της μαζικής εστίασης και του τουρισμού. Αν και η αγορά τους υποχωρεί, τα αναψυκτικά ‘δροσίζουν’ όσες επιχειρήσεις και καταναλωτές επιμένουν, δημιουργικά και καινοτόμα, στη γεύση τους.

 

Τα αναψυκτικά είναι ένας μάλλον παρεξηγημένος κλάδος στον οποίο δραστηριοποιούνται εκτός από τους εγχώριους παραγωγούς αναψυκτικών, χυμών και άλλων μη αλκοολούχων ποτών, και οι κλάδοι χονδρικού και λιανικού εμπορίου, ξενοδοχείων και εστιατορίων, μέσω των οποίων διατίθενται τα μη αλκοολούχα ποτά στους τελικούς καταναλωτές για οικιακή ή επιτόπια κατανάλωση.

Στην έρευνα επισημαίνεται με έμφαση ότι «ο κλάδος παραγωγής μη αλκοολούχων ποτών παρουσιάζει ισχυρές διασυνδέσεις με τον τομέα του τουρισμού και του εμπορίου, συμβάλλοντας πολύπλευρα στην ενίσχυση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, της απασχόλησης και των εσόδων του κράτους από φόρους και εισφορές. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν τη συνεισφορά της παραγωγής και διανομής μη αλκοολούχων ποτών στην ελληνική οικονομία ιδιαίτερα σημαντική».

Χάθηκε το ένα τρίτο της αγοράς

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του ΙΟΒΕ, η οποία δημοσιοποιήθηκε στα μέσα του 2016, στην εγχώρια αγορά πωλήθηκαν 645 εκατ. λίτρα μη αλκοολούχων ποτών το 2015 (ελαφρά χαμηλότερα, κατά 1,3%, έναντι του 2014). Η οικονομική κρίση επηρέασε σημαντικά την εγχώρια αγορά μη αλκοολούχων ποτών, η οποία από το 2009 μέχρι το 2015 απώλεσε το 32% του όγκου πωλήσεων. Το 66% του όγκου πωλήσεων πραγματοποιήθηκε στα καταστήματα λιανικής, τα οποία περιλαμβάνουν τα supermarket, τα ψιλικατζίδικα και τα περίπτερα. Το 34% πωλήθηκε μέσω της HORECA που περιλαμβάνει  ξενοδοχεία, εστιατόρια, καφετέριες κ.λπ.

Οι πωλήσεις μη αλκοολούχων ποτών εκτιμάται ότι ξεπέρασαν το 1,7 δισ. ευρώ το 2015. Το μεγαλύτερο μέρος της αξίας πωλήσεων (62%) συγκεντρώνει η HORECA, λόγω του υψηλότερου επιπέδου τιμών που επικρατεί στη συγκεκριμένη αγορά, ενώ η  λιανική συγκεντρώνει το υπόλοιπο 38%. Πιο έντονη ήταν η υποχώρηση στους χυμούς στα αναψυκτικά και μικρότερη στα υπόλοιπα μη αλκοολούχα ποτά. Επιπλέον, μεγαλύτερη σωρευτική πτώση παρουσιάζει η αγορά HORECA συγκριτικά με την αγορά λιανικής. Πάντως, η δυναμική της λιανικής αγοράς παρέμεινε αρνητική το 2015, ενώ στη HORECA σημειώθηκε το ίδιο έτος μικρή ανάπτυξη.

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, οι εμπορικές ροές (εισαγωγές και εξαγωγές) μη αλκοολούχων ποτών αποτελούν μικρό μέρος της εγχώριας αγοράς, καθώς η βιομηχανία παραγωγής και εμφιάλωσης μη αλκοολούχων ποτών έχει τοπικό χαρακτήρα ανάπτυξης. Ειδικότερα, οι εισαγωγές μη αλκοολούχων ποτών κάλυψαν το 2014 το 9% της εγχώριας κατανάλωσης (σε αξία), ενώ οι εξαγωγές αποτέλεσαν το 7,4% της εγχώριας παραγωγής, διπλασιάζοντας το μερίδιό τους τα τελευταία χρόνια. Η μείωση της αξίας των εισαγωγών (από το 2008) και η αύξηση των εξαγωγών (από το 2011), οδήγησε σε σημαντικό περιορισμό του εμπορικού ελλείμματος στα προϊόντα του κλάδου.

Τα έσοδα του κράτους από φόρους και εισφορές που προκύπτουν άμεσα από την παραγωγή και διανομή μη αλκοολούχων ποτών εκτιμώνται σε 381 εκατ. ευρώ. Αν περιληφθούν οι έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις, τα έσοδα από φόρους και εισφορές εκτιμώνται σε 787 εκατ. ευρώ.

 

 

Πωλήσεις ανά κατηγορία

Τα αναψυκτικά αποτελούν τη βασική κατηγορία μη αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα, συγκεντρώνοντας το 2015 περίπου το 70% των συνολικών πωλήσεων. Οι φυσικοί και συμπυκνωμένοι χυμοί συγκέντρωσαν το 23% των πωλήσεων, ενώ το υπόλοιπο 7% αφορά στις πωλήσεις παγωμένου τσαγιού και ενεργειακών και αθλητικών ποτών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ , ο όγκος πωλήσεων μέσω λιανικής (supermarkets, μεγάλες εκπτωτικές αλυσίδες, ψιλικατζίδικα, περίπτερα) καλύπτει περίπου τα 2/3 της συνολικής αγοράς, με το υπόλοιπο 1/3 να αφορά στην αγορά επιτόπιας κατανάλωσης μη αλκοολούχων ποτών .

Από την ανάλυση οικονομικής επίδρασης του ΙΟΒΕ, προέκυψε ότι ο κλάδος μη αλκοολούχων ποτών (εκτός εμφιαλωμένου νερού) έχει αξιοσημείωτη παρουσία στην ελληνική οικονομία. Συγκεκριμένα:

  • Η συνολική επίδραση από την παραγωγή και διανομή μη αλκοολούχων ποτών εκτιμάται σε 2.243 εκατ. ευρώ που ισοδυναμούν με 1,3% του ΑΕΠ της Ελλάδας το 2015, εκ των οποίων τα 958 εκατ. ευρώ (43%) οφείλονται στον κλάδο HORECA, τα 910 εκατ. ευρώ (41%) στον κλάδο παραγωγής μη αλκοολούχων ποτών και τα υπόλοιπα 375 εκατ. ευρώ (16%) στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο μη αλκοολούχων ποτών.
  • Η προστιθέμενη αξία που δημιουργείται άμεσα από τη δραστηριότητα του κλάδου παραγωγής μη αλκοολούχων ποτών εκτιμάται σε 213 εκατ. ευρώ (το 0,12% του ΑΕΠ το 2015).
  • Η προστιθέμενη αξία που δημιουργείται έμμεσα από την παραγωγή μη αλκοολούχων ποτών εκτιμάται σε 170 εκατ. ευρώ. Οι επιχειρηματικές υπηρεσίες, ο αγροτοδιατροφικός τομέας, το χονδρικό εμπόριο και ο τομέας της συσκευασίας αντιπροσωπεύουν το 63% αυτής της επίδρασης.
  • Η προστιθέμενη αξία που δημιουργείται άμεσα από την παραγωγή και διανομή (εμπόριο) μη αλκοολούχων ποτών εκτιμάται σε 748 εκατ. ευρώ (0,43% του ΑΕΠ).
  • Για κάθε ευρώ που δαπανάται για την αγορά των προϊόντων του κλάδου (σε τιμές παραγωγού) δημιουργούνται 3,9 ευρώ προστιθέμενης αξίας στο σύνολο της οικονομίας.
  • Για το σύνολο της παραγωγής και διανομής υπολογίζεται ότι για κάθε ευρώ τελικής κατανάλωσης μη αλκοολούχων ποτών δημιουργείται 1,5 ευρώ προστιθέμενης αξίας στο σύνολο της οικονομίας.

Κανάλια διανομής

Οι πωλήσεις των παραγωγών μη αλκοολούχων ποτών κατευθύνονται είτε απευθείας στα supermarkets και στις μεγάλες εκπτωτικές αλυσίδες, είτε προς τα καταστήματα χονδρικού εμπορίου. Το χονδρικό εμπόριο (συμπεριλαμβάνονται  τα Cash & Carry) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αλυσίδα εφοδιασμού, καθώς τροφοδοτεί μεγάλο τμήμα της αγοράς λιανικής και τη HORECA. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι οι παραγωγοί αναψυκτικών και άλλων μη αλκοολούχων ποτών διανέμουν το 57% των προϊόντων τους μέσω χονδρικού εμπορίου, ενώ τα μεγάλα καταστήματα λιανικού εμπορίου (supermarkets, εκπτωτικές αλυσίδες) διανέμουν το υπόλοιπο 43%.

Ανασύνθεση αναψυκτικών: καινοτομία & ευθύνη

Έντονος προβληματισμός επικρατεί στο χώρο των αναψυκτικών (κι όχι μόνο) σχετικά με το ζήτημα της «ανασύνθεσης των τροφίμων/ ποτών» και ειδικά με την προσπάθεια που καταβάλουν οι επιχειρήσεις να αντικαταστήσουν τη ζάχαρη με άλλες γλυκαντικές ουσίες.

Οι εμφιαλωτές, στην προσπάθειά τους να προσαρμοστούν στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, προχώρησαν τα τελευταία χρόνια σε σημαντικές καινοτομίες, άλλαξαν τη σύνθεση πολλών αναψυκτικών τους, δημιούργησαν νέα προϊόντα που απευθύνονται σε ειδικές κατηγορίες καταναλωτών (διαβητικοί, υπερτασικοί, παιδιά, γυναίκες κ.ά.), μετέβαλαν το βάρος των μερίδων/ φιαλών κ.ά.

Αν και ορισμένοι εκπρόσωποι της βιομηχανίας θεωρούν ότι το ‘ενοχικό σύνδρομο’ που κατέχει πολλούς καταναλωτές, ενδέχεται να οδηγήσει ορισμένους από αυτούς στην κατανάλωση μεγαλύτερων ποσοτήτων από – θεωρητικά- πιο υγιεινά προϊόντα, όλες οι πλευρές συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η εκπαίδευση των καταναλωτών και η κοινωνική υπευθυνότητα των εταιρειών είναι οι δύο κύριοι παράγοντες που μπορούν να αλλάξουν (προς το ασφαλέστερο και το υγιεινότερο…) τα πράγματα.

Σε πρόσφατη εκδήλωση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Τροφίμων, με θέμα την ανασύνθεση τροφίμων, η ΕΨΑ εκπροσωπώντας τις ελληνικές βιομηχανίες και η Coca Cola εκπροσωπώντας τις πολυεθνικές, μεταξύ άλλων επιχειρήσεων,  παρουσίασαν τις ενέργειες που έχουν κάνει τα τελευταία χρόνια. Οι δύο εταιρείες έχουν αρχίσει να αντικαθιστούν τη ζάχαρη με (γλυκαντικές ουσίες από το φυτό) στέβια πετυχαίνοντας έτσι τη μείωση των θερμίδων ανά φιάλη, έχουν διαφοροποιήσει το κωδικολόγιό τους προκειμένου να δίνονται περισσότερες επιλογές στους καταναλωτές που αναζητούν νέα προϊόντα και  παρέχουν περισσότερες επιλογές μερίδων, για όσους θέλουν λιγότερη ποσότητα αναψυκτικού. Επίσης  κάποιες από αυτές έχουν διακόψει τα διαφημιστικά μηνύματα σε media που απευθύνονται σε νέους ενώ δεν διεξάγουν προώθηση σε δημοτικά σχολεία.

Όπως προκύπτει από την εκδήλωση του ΣΕΒΤ, η Ε.Ε. δεν έχει ως στόχος της να εξαφανίσει κυριολεκτικά τη ζάχαρη και το αλάτι από τα τρόφιμα και τα ποτά που θα διατίθενται στην επικράτειά της· κάτι τέτοιο θα ήταν άτοπο. Προσπαθεί όμως να βελτιώσει τις συνθήκες της κατανάλωσης και να αυξήσει το επίπεδο πληροφόρησης του καταναλωτή.

Sugar Bites: καμπάνια για τη μείωση της ζάχαρης στην παιδική διατροφή, που διεξήγαγε πριν μερικά χρόνια η Πολιτεία της Καλιφόρνια.

Η μελέτη του ΙΟΒΕ εκπονήθηκε από τους Γιώργο Μανιάτη, Svetoslav Danchev, Νίκο Παρατσιώκα και Σοφία Σταυράκη. Δημοσιεύτηκε στο 8ο τεύχος του Grill, Φεβρουάριος 2017. Φωτογραφίες: Creative Commons.

You might also like