Τουρισμός και Εστίαση: ο βασιλιάς και η βασίλισσα της οικονομίας

Ρεπορτάζ του Grill για τις μεγάλες, κινητήριες δυνάμεις της Ελλάδας.

Με 27 εκατομμύρια τουρίστες τη σαιζόν του 2017 και με προβλέψεις για πάνω από 30 εκατ. τουρίστες το καλοκαίρι του 2018, δεν χωράει αμφιβολία ότι αν η μαζική εστίαση είναι η βασίλισσα της οικονομίας, ο τουρισμός είναι ο βασιλιάς των υπηρεσιών. Από την καλή σχέση τους ενδέχεται να κριθεί το μέλλον αυτού του τόπου.
Ρεπορτάζ, συνεντεύξεις: Θανάσης Αντωνίου

 

Είναι γνωστό ότι για πολλά χρόνια η πρωτεύουσα όχι μόνο δεν αποτελούσε ένα από τα βαριά χαρτιά του ελληνικού τουρισμού – αν και θεωρείται το καλύτερο χαρτί της ελληνικής γαστρονομίας- αλλά αντίθετα ήταν περίπου μια ‘γκρίζα ζώνη’ που οι τουρίστες προσέγγιζαν αναγκαστικά.

Η άνοδος του τουριστικού ρεύματος προς τη χώρα μας ήταν αναμενόμενο να ευνοήσει και την Αθήνα η οποία μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. «Αρκεί να ανταποκριθούν και οι επιχειρηματίες της μαζικής εστίασης και να σταθούν στο ύψος τους από την άποψη της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Στο κέντρο της Αθήνας γίνονται σοβαρές προσπάθειες, δεν πρέπει όμως να παρασυρθούμε από την αυξανόμενη ζήτηση, δεν πρέπει να ανεβάσουμε τιμές ή να κάνουμε ποιοτικές εκπτώσεις για να εξυπηρετηθεί περισσότερος κόσμος» υποστηρίζει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, επικεφαλής του ξενοδοχείου Zillers  και του ομώνυμου, βραβευμένου, εστιατορίου του στην οδό Μητροπόλεως στο Σύνταγμα.

Σε διαφορετικό μήκος κύματος, ο Ιάσονας Λουμίδης, της εταιρείας Καφεκοπτεία Λουμίδη, έχει δει δεκαετίες προσπαθειών να αλλάξει η εικόνα του κέντρου της πόλης, αλλά είναι μάλλον απαισιόδοξος από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η πολιτεία την τουριστική Αθήνα.

«Έχουμε κάνει πάρα πολλές προσπάθειες κι έχουμε ζητήσει επίμονα πολλές φορές να γίνει κάτι για την αναβάθμιση του κέντρου της πόλης, διότι δεν είναι αυτή η εικόνα που θέλουμε. Η κατάσταση σήμερα είναι λίγο καλύτερη απ΄ ότι πριν μερικά χρόνια, αλλά απέχει πολύ από αυτό που αξίζει η πόλη. Ακούσαμε παλαιότερα για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου, για την ανάπλαση της Ομόνοιας, για το άνοιγμα ιστορικών καταστημάτων που είναι κλειστά κ.ά.» μας είπε στο ιστορικό κατάστημά του επί της Αιόλου και Πανεπιστημίου.

«Γίνονται προσπάθειες ανάπλασης στου Ψυρρή ή στο Μοναστηράκι και ορισμένοι θεωρούν ότι εκεί είναι το κέντρο της πόλης. Κάνουν λάθος όμως: μέχρι πριν μερικά χρόνια το αληθινό κέντρο της πόλης ήταν εδώ, στην Ομόνοια, γι’  αυτό και χρειάζεται να γίνουν ενέργειες εδώ» επιμένει ο ιστορικός καφεπώλης.

Γωνία Αιόλου και Πανεπιστημίου στο κέντρο της Αθήνας: το ιστορικό κατάστημα του Λουμίδη. Η περιοχή χρειάζεται υποστήριξη για την τουριστική ανάδειξή της υποστηρίζει ο κ. Ι. Λουμίδης.

 

Επιστρέφουμε στον Γ. Βλαχογιάννη και του ζητάμε τη γνώμη του για τις προσπάθειες της δημοτικής αρχής αλλά και για τη γενικότερη εικόνα που παρουσιάζει αυτή τη στιγμή η πρωτεύουσα. Σύμφωνα με το συνομιλητή μας η μεγάλη διεθνή έκθεση τέχνης Documenta 2017 έδωσε ώθηση στις κρατήσεις κι αυτό σημαίνει ότι τέτοιου είδους δράσεις και πολιτιστικά γεγονότα είναι ωφέλιμα και αναγκαία.

«Θεωρώ ότι το κέντρο αρχίζει να αποκτάει ένα ωραίο mix, ένα δικό του χαρακτήρα. Η κρίση έπαιξε κάποιο ρόλο: απομάκρυνε κάποια αίσθηση χλιδής χωρίς ουσία που υπήρχε, οι επιχειρηματίες έγιναν πιο ευρηματικοί, προσπαθούν να κάνουμε πράγματα με μικρότερο προϋπολογισμό. Το κοινό έγινε πιο απαιτητικό. Θεωρώ επιβεβλημένο να εδραιωθεί το αίσθημα ασφάλειας στην πόλη, να βελτιωθούν οι υποδομές, να βελτιωθεί κυρίως η καθαριότητα. Γίνεται προσπάθεια· θέλει περισσότερη…».

Κατά τη γνώμη του το Ίδρυμα Νιάρχος που ολοκληρώθηκε, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης που ξεκίνησε μέσα στο 2017 και η αναμενόμενη επαναλειτουργία της Εθνικής Πινακοθήκης θα δώσουν την απαραίτητη ώθηση. «Η γαστρονομία, η ιστορία και η τέχνη δίνουν ταυτότητα σε έναν προορισμό. Στο Ντουμπάι και το Κατάρ, δημιουργούν πράγματα από το μηδέν, εμείς τα έχουμε και πρέπει να τα προβάλλουμε…» υποστηρίζει με πάθος ο νεαρός ξενοδόχος.

To Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σηματοδοτεί μια νέα εποχή για τον πολιτισμό στην Αθήνα από την οποία μπορεί να επωφεληθεί και ο τουρισμός. Φωτογραφία: SNF – Γιώργης Γερόλυμπος.

 

Οι εστιάτορες χαμογελούν

Λίγοι γνωρίζουν τόσο καλά την εστιατορική αγορά της Αθήνας όσο ο Χρήστος Κουτρουλιάς των Palmie Bistro. Προέρχεται από μια έμπειρη εστιατορική οικογένεια και είναι ο ίδιος επικεφαλής στην προσπάθεια του Ομίλου για περεταίρω ανάπτυξη. «Ο τουρισμός έχει αυξηθεί κι εμείς το βλέπουμε από το κατάστημά μας στην Ευαγγελιστρίας όπου εκεί η κίνηση των τουριστών είναι έντονη και πάει κάθε χρόνο και καλύτερα. Το ενδιαφέρον είναι ότι η τουριστική κίνηση στο κέντρο της Αθήνας δεν εξαντλείται τους καλοκαιρινούς μήνες αλλά παρατείνεται» παρατηρεί.

Δεν χωράει αμφιβολία ότι η έκρηξη των ξενοδοχείων είναι θετικό γεγονός και για τον τουρισμό συνολικά, ενώ από αυτή επωφελούνται και εστιάτορες σαν τον Χρ. Κουτρουλιά. «Είναι σημαντικό ότι σήμερα στο κέντρο της Αθήνας υπάρχουν για τον ξένο επισκέπτη πολλές επιλογές. Στο κέντρο υπήρχαν πάντα ξενοδοχεία, σήμερα όμως τα ξενοδοχεία συνδυάζουν και την ποιότητα και την αισθητική» μας εξηγεί.

Ο Κωνσταντίνος Χατζηκυριάκου, ιδιοκτήτης του ‘Bar Pastourma’ στη Γλυφάδα βλέπει στο κατάστημά του τουρίστες πολύ συχνότερα από το μέσο εστιάτορα της Αθήνας, μιας και η περιοχή στην οποία εδρεύει το εστιατόριό του είναι από τις πλέον τουριστικές στην πρωτεύουσα. Οι απόψεις του όμως διαφέρουν από των υπολοίπων συμμετεχόντων στο ρεπορτάζ.

«Έχουμε αρκετούς αλλά, δυστυχώς, έχει αλλάξει η ποιότητα των τουριστών στην περιοχή. Η Γλυφάδα έχει πλέον ξενοδοχεία για ‘φθηνό’ τουρισμό και ο σημερινός επισκέπτης δεν έχει σχέση με αυτό που φανταζόμαστε για Γλυφάδα ή αυτό που ήταν κάποτε: ο Αμερικανός με τα πολλά χρήματα. Έχουμε Γάλλους, Γερμανούς, Άγγλους κ.ά. Μας βρίσκουν από τα media, το internet και τα social media, από το Trip Advisor, έχουμε συστάσεις και από ξενοδοχεία της περιοχής» μας εξηγεί. Ο ίδιος εξακολουθεί πάντως να θεωρεί πως ο καλύτερος πελάτης του είναι ο Έλληνας.

To Bar Pastourma στη Γλυφάδα. Η περιοχή θεωρείται από τις τουριστικές της Αθήνας, χωρίς όμως ο σημερινός τουρίστας να ξοδεύει τα χρήματα του παρελθόντος.

 

Ο ιδιοκτήτης του Bar Pastourma θέτει μια παράμετρο που ο ίδιος θεωρεί σημαντική στις μέρες μας και αντικατοπτρίζει πολλές ανησυχίες εντός του κλάδου: «Πολλοί ξένοι έρχονται προκατειλημμένοι για την Ελλάδα και τις υπηρεσίες του τουρισμού κι αυτό τους κάνει να μην μπορούν να χαλαρώσουν και να απολαύσουν τα πράγματα. Λίγοι είναι αυτοί που απολαμβάνουν το φαγητό, περισσότερο ενδιαφέρονται για τις τιμές και για το επίπεδο της εξυπηρέτησης κι αυτό, ορισμένες φορές, τους κάνει να νιώθουν ‘σφιγμένοι’. Οι ξένοι επίσης ζητάνε κάποια φαγητά που οι Έλληνες δεν τρώνε πια: παστίτσιο και μουσακά. Είναι φαγητά που δεν μπορούν να μαγειρευτούν πια με το ρυθμό και τις ποσότητες που τα κάναμε παλαιότερα. Θα πρέπει να τα δώσουμε και την επόμενη ημέρα, κι αυτό δεν το θέλω. Έτσι, δεν έχω ‘τουριστικό’ μενού».

Σε αντίθεση με τον συνάδελφό του στη Γλυφάδα, ο Ανδρέας Κανέλλος δεν βλέπει πολλούς τουρίστες στο κατάστημά του ‘Ο Λόρδος’ στην κεντρική πλατεία της Καισαριανής. «Πέρυσι δεχτήκαμε Κινέζους, σε ομάδες των 4-5 ατόμων, όχι κάτι οργανωμένο. Μας βρήκαν μόνοι τους μέσω διαφόρων τουριστικών sites. Είναι αλήθεια ότι η άνοδος του τουρισμού θα βοηθήσει τη μαζική εστίαση, τα πάντα όμως εξαρτώνται από την περιοχή του εστιατορίου: αν είσαι το κέντρο της Αθήνας, δίπλα σε κάποιο ξενοδοχείο ή σε κάποιο τουριστικό προορισμό, ασφαλώς θα ευνοηθείς. Παρόλο που η Πλατεία Καισαριανής είναι πολύ γνωστή ως χώρος για φαγητό εδώ και δεκαετίες, δεν ελκύει τουρίστες» μας είπε όταν τον επισκεφτήκαμε.

“Πρέπει να ‘κυνηγήσουμε’ πολύ το γαστρονομικό τουρισμό” υποστηρίζει ο σεφ Γιάννης Τσανίτσας.

 

Οι σεφ κινητοποιούνται

Από έναν σεφ ο οποίος έχει περάσει το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι του εργασιακού βίου του σε κορυφαία εστιατόρια εντός κι εκτός Ελλάδας, όπως ο Γιάννης Στανίτσας, δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε παρά διθυράμβους για τη σχέση τουρισμού και γαστρονομίας.

Σύμβουλος σήμερα εστιατορικών επιχειρήσεων και καθηγητής σε σχολές μαγειρικής μέχρι πρότινος, ο Θρακιώτης σεφ θεωρεί ότι ο τουρισμός είναι πλέον η ‘βιομηχανία’ της Ελλάδας και χαίρεται που βλέπει ότι εδώ και λίγα χρόνια αναπτύσσεται και ο γαστρονομικός τουρισμός, με μικρότερη ένταση όμως απ΄ ότι σε άλλες χώρες.

«Υπάρχουν πλέον Ευρωπαίοι ή μη, πολίτες που δεν έρχονται απλώς για τουρισμό στην Ελλάδα, αλλά για γαστρονομικό τουρισμό. Επιλέγουν δηλαδή περιοχές που έχουν, κατά τη γνώμη τους, αυξημένο γαστρονομικό ενδιαφέρον – αν και για μένα όλες οι περιοχές της Ελλάδας έχουν ισχυρή γαστρονομική ‘ταυτότητα’ είτε αυτό λέγεται πρώτες ύλες, είτε παραδοσιακές συνταγές και τεχνικές μαγειρικής» μας λέει με έμφαση.

Σύμφωνα με τον Γ. Στανίτσα, ο τουρισμός της γαστρονομίας είναι το επόμενο βήμα του τουρισμού, ένα ‘παρακλάδι’ του,  που αν δουλευτεί σωστά από τους δημόσιους φορείς και με επαγγελματικό μάρκετινγκ μπορεί να διευρυνθεί και προς το χειμερινό τουρισμό. «Η Ελλάδα ανήκει γεωγραφικά σε ένα από τα ωραιότερα σημεία του πλανήτη, συνδυάζει ήλιο, θάλασσα, βουνό, πρώτες ύλες, μυρωδικά και βότανα, άγνωστα σε εκατομμύρια ανθρώπους. Πρέπει να ‘κυνηγήσουμε’ πολύ το γαστρονομικό τουρισμό» μας είπε όταν τον συναντήσαμε σε ένα από τα καταστήματα το μενού του οποίου επιμελείται αυτό το διάστημα.

Δημοσιεύτηκε στο 13 τεύχος του περιοδικού Grill, Δεκέμβριος 2017.

You might also like