ΙΜΕ- ΓΣΕΒΕΕ: Σε παγίδα χρέους η μαζική εστίαση

Αποτύπωση της οικονομικής κατάστασης των εστιατορίων στην τρέχουσα συγκυρία

Το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ πραγματοποίησε έρευνα σε επιχειρήσεις του κλάδου της εστίασης με σκοπό την αποτύπωση της οικονομικής τους κατάστασης στην τρέχουσα συγκυρία και των προκλήσεων που αναδύονται μέσα στο ιδιαίτερα ρευστό περιβάλλον που προκαλείται από την ταυτόχρονη εξέλιξη της υγειονομικής, ενεργειακής και γεωπολιτικής κρίσης.

 

O κλάδος της εστίασης συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που επλήγησαν δυσανάλογα από τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης. Από τη μια μεριά, κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid -19, οι επιχειρήσεις του κλάδου τελούσαν υπό καθεστώς αναστολής της λειτουργίας τους για τουλάχιστον 9 μήνες, ενώ ακόμη και κατά τα διαστήματα που είχε αρθεί το καθεστώς αναστολής, λειτουργούσαν με προϋποθέσεις, οι οποίες περιόριζαν σημαντικά τη δραστηριότητά τους. Από την άλλη μεριά, για την αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών της πανδημίας, η κυβέρνηση έλαβε σειρά υποστηρικτικών μέτρων, τα οποία, όπως και στα περισσότερα κράτη της Ε.Ε., αποσκοπούσαν να κρατήσουν τις επιχειρήσεις «ζωντανές». Ήταν, δηλαδή, μέτρα επιβίωσης που βασίστηκαν στην προσδοκία της δυναμικής ανάκαμψης όταν οι οικονομίες θα επέστρεφαν σε συνθήκες κανονικότητας.

Η εμφάνιση του πληθωρισμού, που από τα μέσα του 2021 και μετά καλπάζει -κυρίως λόγω της υπέρμετρης αύξησης των διεθνών τιμών ενέργειας και της διατάραξης των εφοδιαστικών αλυσίδων κατά τη διάρκεια της πανδημίας- εντάθηκε περαιτέρω λόγω των δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων, εξουδετερώνοντας την προοπτική μιας δυναμικής ανάκαμψης.

Επιπλέον, το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων αυξήθηκε σημαντικά, ενώ, όπως είναι επόμενο, ο υψηλός πληθωρισμός απομείωσε τα πραγματικά εισοδήματα και κατ’ επέκταση την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.

 

Κυριότερα ευρήματα της έρευνας

  • Περισσότερες από 6 στις 10 επιχειρήσεις του δείγματος έκλεισαν το 2021 με ζημιές
  • Ο αριθμός των πελατών καθώς και οι ποσότητες των παραγγελιών μειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2022 για το 52,9% και 63,7% των επιχειρήσεων του δείγματος αντίστοιχα σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο
  • Το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων εστίασης του δείγματος αυξήθηκε μεσοσταθμικά τους τελευταίους 12 μήνες κατά 41,7%, λόγω της αύξησης των σημαντικότερων από τα επιμέρους κόστη τους (ενέργειας, προμήθειας πρώτων υλών/εμπορευμάτων, καύσιμων, εργασίας, ενοικίου). Ειδικότερα, τους τελευταίους 12 μήνες αυξήθηκε μεσοσταθμικά:
  • Το κόστος ενέργειας κατά 87,2%
  • Το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 37,9%
  • Το κόστος καυσίμων κατά 50,8%
  • Το κόστος εργασίας κατά 15%
  • Το κόστος ενοικίου κατά 6,8%
  • Περισσότερες από 8 στις 10 επιχειρήσεις του δείγματος αύξησαν τις τιμές τους κατά τους τελευταίους 12 μήνες
  • Μεσοσταθμικά η αύξηση των τιμών πώλησης αγαθών/υπηρεσιών ανήλθε στο 10,7%
  • Περισσότερες από 1 στις 2 επιχειρήσεις του δείγματος αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας. Συγκεκριμένα, περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα, ενώ περισσότερες από 1 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν πως τα ταμειακά τους διαθέσιμα επαρκούν για λιγότερο από έναν μήνα
  • Το αυξημένο κόστος λειτουργίας, η έλλειψη ρευστότητας και η μείωση της ζήτησης φαίνεται ότι έχουν οδηγήσει τη συντριπτική πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων του κλάδου της εστίασης σε αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους
  • Σχεδόν 8 στις 10 επιχειρήσεις του δείγματος έχουν καθυστερημένες οφειλές προς το Δημόσιο ή σε ιδιώτες. Για το 83,2% των επιχειρήσεων αυτών, οι οφειλές δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Ειδικότερα, από το σύνολο των επιχειρήσεων εστίασης του δείγματος:

  • Το 46,6% έχει καθυστερημένες οφειλές προς τον πρώην ΟΑΕΕ
  • Το 46,6% έχει καθυστερημένες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας
  • Το 43,2% έχει καθυστερημένες οφειλές προς το πρώην ΙΚΑ
  • Το 35,9% έχει καθυστερημένες οφειλές προς την εφορία
  • Το 30,6% έχει καθυστερημένες οφειλές προς προμηθευτές
  • Το 22,8% έχει καθυστερημένες οφειλές σε λοιπούς λογαριασμούς (τηλέφωνο, ύδρευση κ.ά.)
  • Το 18,4% έχει καθυστερημένες οφειλές ενοικίου
  • Το 16% έχει καθυστερημένες οφειλές προς τις τράπεζες
  • Από την ανάλυση των παραπάνω στοιχείων προέκυψε ότι το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων εστίασης βρίσκεται σε κατάσταση υπερχρέωσης. Συγκεκριμένα, περισσότερες από 1 στις 2 επιχειρήσεις του δείγματος έχουν καθυστερημένες οφειλές σε τουλάχιστον 3 από τις ως άνω κατηγορίες υποχρεώσεων. Επιπλέον, 4 στις 10 επιχειρήσεις του δείγματος έχουν παράλληλα ληξιπρόθεσμες οφειλές τόσο προς την εφορία, όσο και προς τα ασφαλιστικά ταμεία

Όσον αφορά τις επενδύσεις, περισσότερες από 1 στις 2 επιχειρήσεις του δείγματος πραγματοποίησαν κάποιου είδους επένδυση κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ειδικότερα :

  • Το 32,4% των επιχειρήσεων του δείγματος πραγματοποίησε επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα (π.χ. οχήματα)
  • Το 35,3% πραγματοποίησε επενδύσεις σε κτηριακές εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό
  • Το 33,2% πραγματοποίησε επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές τεχνολογίες (π.χ. λογισμικό, ψηφιακές συσκευές και εφαρμογές, σύστημα ψηφιακών παραγγελιών, ψηφιακό μάρκετινγκ κ.λπ)
  • Ως προς το ύψος των επενδύσεων, για τη 1 στις 2 επιχειρήσεις του δείγματος δεν ξεπερνούσαν τα 10.000 ευρώ
  • Ως προς τη χρηματοδότηση της επένδυσης, το 65,1% των επιχειρήσεων που πραγματοποίησε επενδύσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας τις χρηματοδότησε με ίδια κεφάλαια, ενώ το 20,8% δήλωσε ότι τις χρηματοδότησε με δανεισμό από φίλους και μέλη της οικογένειας
  • Περίπου 4 στις 10 επιχειρήσεις του δείγματος συμμετέχουν σε κάποια ψηφιακή πλατφόρμα, πχ. E-fοοd, Wolt, Box κ.ά. Από αυτές, οι μισές επιχειρήσεις (50,1%) δηλώσαν ότι δραστηριοποιήθηκαν πρώτη φορά σε ψηφιακές πλατφόρμες κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid -19
  • Μεταξύ των προβλημάτων που έχει κληροδοτήσει η πανδημική κρίση στον κλάδο της εστίασης είναι και οι κενές θέσεις εργασίας. Περίπου 8 στις 10 επιχειρήσεις εστίασης του δείγματος έχουν κενές θέσεις εργασίας. Κατά μέσο όρο οι επιχειρήσεις του δείγματος έχουν 2 έως 3 κενές θέσεις εργασίας. Από τα στοιχεία φαίνεται πως η πλειονότητα των επιχειρήσεων του δείγματος έχει σοβαρές δυσκολίες να λειτουργήσει στο 100% της παραγωγικής της δυναμικότητας
Περίπου 8 στις 10 επιχειρήσεις εστίασης του δείγματος έχουν κενές θέσεις εργασίας. Φωτογραφία: Εστιατόριο Delta, στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

 

Ισολογισμός

Οι δυσμενείς επιπτώσεις της υγειονομικής και ενεργειακής κρίσης είναι εμφανείς στις επιχειρήσεις εστίασης του δείγματος, καθώς το 2021 έκλεισε για το 63,9% αυτών με ζημιές και για το 17,3% με μηδενικό αποτέλεσμα (ούτε ζημιές, ούτε κέρδη). Στον αντίποδα, μόλις το 18,8% των επιχειρήσεων εστίασης του δείγματος παρουσίασαν κέρδη το προηγούμενο έτος (Γράφημα 1). Τις μεγαλύτερες απώλειες καταγράφουν οι μικρότερες και νεότερες επιχειρήσεις του κλάδου, καθώς, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, το 2021 ζημιές παρουσίασε το 77,6% των επιχειρήσεων με ετήσιο τζίρο έως 50.000 ευρώ και το 79,4% των επιχειρήσεων με έως 5 έτη λειτουργίας.

Κύκλος εργασιών

Για το πρώτο εξάμηνο του 2022, η εικόνα των επιχειρήσεων εστίασης είναι μεικτή. Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας, η κατάσταση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων είναι σαφώς καλύτερη σε σχέση με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις του κλάδου [Πολύ μικρές επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται εκείνες που απασχολούν έως 9 εργαζόμενους, μικρές από 10 έως 49 εργαζόμενους και μεσαίες εκείνες από 50 έως 249 εργαζόμενους].


Η όποια στήριξη έλαβαν οι επιχειρήσεις εστίασης κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχει αναλωθεί και η κατάστασή τους έχει επιδεινωθεί

Ειδικότερα, το 44,9% των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων του δείγματος δήλωσε πως το πρώτο εξάμηνο του 2022, ο κύκλος εργασιών τους αυξήθηκε σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο (που ήταν και το πρώτο κατά το οποίο οι επιχειρήσεις εστίασης λειτούργησαν σε συνθήκες σχετικής κανονικότητας), το 42,3% αντίστοιχα δήλωσε ότι μειώθηκε και το 12,8% ότι παρέμεινε σταθερός. Από την άλλη μεριά, το 55,5% των πολύ μικρών επιχειρήσεων του δείγματος δήλωσε ότι ο κύκλος εργασιών του μειώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2022 σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο, το 23,4% δήλωσε αντίστοιχα ότι αυξήθηκε και το 19,5% ότι παρέμεινε αμετάβλητος (Πίνακας 1).

Και σε αυτήν την ερώτηση παρατηρούμε ότι τις μεγαλύτερες απώλειες σημειώνουν οι μικρότερες και νεότερες επιχειρήσεις του κλάδου, καθώς, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, το πρώτο εξάμηνο του 2022, μείωση του κύκλου εργασιών κατέγραψε το 61,2% των επιχειρήσεων με ετήσιο τζίρο έως 50.000 ευρώ και το 61,8% των επιχειρήσεων με έως 5 έτη λειτουργίας. Θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι σε σχέση με τον κύκλο εργασιών του κλάδου της εστίασης, διαχρονικά το πρώτο εξάμηνο του έτους είναι χαμηλότερο σε σύγκριση με το δεύτερο.

Κόστος λειτουργίας

Ο πληθωρισμός που καλπάζει από τα μέσα του 2021, κυρίως εξαιτίας της υπέρμετρης αύξησης των τιμών ενέργειας που προκλήθηκε αρχικά λόγω της διεθνούς ενεργειακής κρίσης και προσφάτως των δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων, όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας, έχει προκαλέσει σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων εστίασης.

Συγκεκριμένα , το τελευταίο έτος αυξήθηκαν μεσοσταθμικά για τις επιχειρήσεις εστίασης του δείγματος (Γράφημα 4):

  • Το κόστος ενέργειας κατά 87,2%
  • Το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 37,9%. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι το 19,6% των επιχειρήσεων του δείγματος έχει παρατηρήσει σημαντική έλλειψη σε κάποιες πρώτες ύλες (π.χ. ηλιέλαιο). Επιπλέον, έλλειψη σε κάποιες πρώτες ύλες έχει παρατηρήσει και το 64,7% του δείγματος, χωρίς, όμως, αυτό να έχει προκαλέσει κάποια ιδιαίτερα αρνητική επίπτωση στην λειτουργία της επιχείρησης
  • Το κόστος καυσίμων για τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν στην δραστηριότητά τους οχήματα (63,2% του δείγματος) κατά 50,8%
  • Το κόστος εργασίας για τις επιχειρήσεις που απασχολούν μισθωτούς (95,6% του δείγματος) κατά 15%. Σημειώνεται ότι για το 22,3% των επιχειρήσεων αυτών, το εργατικό κόστος δεν μεταβλήθηκε
  • Το κόστος ενοικίου για τις επιχειρήσεις που μισθώνουν τον επαγγελματικό τους χώρο (64,1% του δείγματος) κατά 6,8%. Σημειώνεται ότι για το 59,1% των επιχειρήσεων αυτών, το κόστος ενοικίου παρέμεινε το ίδιο

Συνολικά, το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων εστίασης τον τελευταίο χρόνο έχει αυξηθεί (Γράφημα 5):

  • Πάνω από 40% για 1 στις 3 επιχειρήσεις εστίασης
  • Από 31%-40% για περισσότερες από 1 στις 4 επιχειρήσεις εστίασης
  • Από 21%-30% για 1 στις 4 επιχειρήσεις εστίασης,
  • Έως 20% για το 13,9% των επιχειρήσεων εστίασης

Ρευστότητα – Ταμειακά διαθέσιμα – Αξιολόγηση μέτρων στήριξης έναντι της πανδημίας

Όσον αφορά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων εστίασης του δείγματος, από τα ευρήματα της έρευνας φαίνεται ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας (Γράφημα 9). Συγκεκριμένα, περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα. Επιπλέον, το 12,3% δήλωσε πως τα ταμειακά του διαθέσιμα επαρκούν για λιγότερο από έναν μήνα. Το 12,3% δήλωσε πως επαρκούν για έναν μήνα, το 12,7% δήλωσε ότι επαρκούν για δύο μήνες, το 9,8% δήλωσε ότι επαρκούν για 3-4 μήνες και το 9,4% δήλωσε ότι επαρκούν για 5 ή/και περισσότερους μήνες. Από τα επιμέρους στοιχεία, τα μεγαλύτερα προβλήματα ρευστότητας αντιμετωπίζουν οι μικρότερες με βάση τον τζίρο επιχειρήσεις (έως 50.000 ευρώ), καθώς το 63,3% αυτών δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα.


Τα δύσκολα για τον κλάδο είναι μπροστά, παρά το γεγονός πως η καλή τουριστική περίοδος επέτρεψε την αναπλήρωση των απωλειών σε όσες επιχειρήσεις επωφελούνται από τον τουρισμό

Σε αυτό συνηγορούν και οι απαντήσεις που δόθηκαν στο ερώτημα για το πόσο βοήθησαν τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εστίασης τα μέτρα στήριξης κατά τη διάρκεια της πανδημίας (Γράφημα 10). Συγκεκριμένα, σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις του δείγματος δήλωσαν ότι τα μέτρα στήριξης δεν ήταν επαρκή με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Επιπλέον, σχεδόν 1 στις 4 επιχειρήσεις του δείγματος που απάντησαν ότι τα μέτρα στήριξης δεν ήταν επαρκή δήλωσαν ότι κινδυνεύουν με λουκέτο. Από την άλλη μεριά, το 25% των επιχειρήσεων του δείγματος δήλωσε ότι τα μέτρα βοήθησαν να καλύψει ένα σημαντικό μέρος των απωλειών του.

Η μη επάρκεια των μέτρων στήριξης για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας φαίνεται και από τον βαθμό αξιολόγησης που έλαβαν από τις επιχειρήσεις του δείγματος (Γράφημα 11). Συγκεκριμένα, το 63,2% δήλωσε ότι τα μέτρα στήριξης ήταν ή μάλλον ήταν προς τη λάθος κατεύθυνση, έναντι του 36,7% που δήλωσε πως τα μέτρα ήταν ή μάλλον ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση.

Το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων έχει αυξηθεί από το 2021 κατά 37,9%. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι το 19,6% των επιχειρήσεων του δείγματος έχει παρατηρήσει σημαντική έλλειψη σε κάποιες πρώτες ύλες (π.χ. ηλιέλαιο). Φωτογραφία: Κοτόπουλα Αγγελάκης.

 

Υποχρεώσεις – Οφειλές

Το αυξημένο κόστος λειτουργίας, η έλλειψη ρευστότητας και η υποχώρηση της ζήτησης που αποτελούν απόρροια των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης και των ανατιμήσεων, ιδίως λόγω της υπέρμετρης αύξησης των τιμών ενέργειας, φαίνεται ότι έχουν οδηγήσει τη συντριπτική πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων του κλάδου της εστίασης σε αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους.

Σχεδόν 8 στις 10 (79,1%) επιχειρήσεις του δείγματος έχουν καθυστερημένες οφειλές προς το Δημόσιο ή τους ιδιώτες. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι για το 83,2% των επιχειρήσεων αυτών, οι οφειλές δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Από την ανάλυση των παραπάνω στοιχείων προέκυψε ότι το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων εστίασης βρίσκεται σε κατάσταση υπερχρέωσης. Συγκεκριμένα, το 50,5% των επιχειρήσεων του δείγματος έχει καθυστερημένες οφειλές σε τουλάχιστον 3 από τις ως άνω κατηγορίες υποχρεώσεων. Το 13,6% έχει καθυστερημένες οφειλές σε 2 από τις ως άνω κατηγορίες υποχρεώσεων, ενώ το 15% έχει καθυστερημένες οφειλές σε 1 από τις ως άνω κατηγορίες υποχρεώσεων. Επιπλέον, 4 στις 10 (40,8%) επιχειρήσεις του δείγματος έχουν παράλληλα ληξιπρόθεσμες οφειλές τόσο προς την εφορία, όσο και προς τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ το 64,6% έχει ληξιπρόθεσμες φορολογικές ή ασφαλιστικές οφειλές.

Όσον αφορά το συνολικό ύψος των καθυστερημένων υποχρεώσεων των επιχειρήσεων του δείγματος με ληξιπρόθεσμες οφειλές, τα ευρήματα της έρευνας αποτυπώνουν τα εξής:

  • Το 22,1% έχει οφειλές ύψους έως 5.000 ευρώ
  • Το 25,5% έχει οφειλές ύψους από 5.001 ευρώ – 10.000 ευρώ
  • Το 16,1% έχει οφειλές ύψους από 10.001 ευρώ – 20.000 ευρώ
  • Το 14,1% έχει οφειλές ύψους από 20.001 ευρώ – 40.000 ευρώ
  • Το 22,2% έχει οφειλές ύψους πάνω από 40.000 ευρώ

Από τα στοιχεία της έρευνες προκύπτει πως από τις επιχειρήσεις εστίασης που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, η 1 στις 2 έχει ύψος οφειλής έως 15.000 ευρώ.

Ταυτότητα της έρευνας

  • Η έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά μέσω δομημένου ερωτηματολογίου με ερωτήσεις ανοιχτού και κλειστού τύπου, διεξήχθη το διάστημα μεταξύ 30 Ιουνίου και 15 Ιουλίου του 2022 σε πανελλαδικό δείγμα 206 μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων εστίασης, που αποτελούν και το 99,1% των επιχειρήσεων του κλάδου.
  • Τίτλος: «Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ στις επιχειρήσεις του κλάδου της εστίασης». Τύπος δημοσίευσης: Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Χρονολογία δημοσίευσης: Ιούλιος 2022. Συγγραφείς: Αντώνης Αγγελάκης, Γιώργος Θανόπουλος.
  • Οι γνώμες και τα επιχειρήματα που διατυπώνονται στο παρόν Ερευνητικό Κείμενο από τους συντάκτες του δεν εκφράζουν κατ΄ ανάγκη τις επίσημες θέσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ και της ΓΣΕΒΕΕ.

Κεντρική φωτογραφία: Εστιατόριο Όλυμπος Νάουσα, στην Θεσσαλονίκη.

You might also like