Mega Frost: γιορτάζει 10 ‘χρυσά’ χρόνια

Συνέντευξη με τον Αναστάσιο Παπαδόπουλο, διευθύνοντα σύμβουλο της Mega Frost.

Έμπειρος επαγγελματίας με μακρά παρουσία σε μια αγορά που παρουσίασε εντυπωσιακές διακυμάνσεις τα τελευταία χρόνια, ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος της Mega Frost μπορεί να καυχιέται ότι ακόμα και σε περιόδους κρίσης αυτός και οι συνεργάτες του έχουν τις λύσεις για να ελίσσονται με επιτυχία μέσα στην πιεσμένη αγορά.
Συνέντευξη, φωτογραφίες: Θανάσης Αντωνίου

Έξω από τα φώτα της δημοσιότητας, όπως άλλωστε οι περισσότεροι άνθρωποι του κλάδου των εμπορευματικών μεταφορών, ο διευθύνων σύμβουλος της Mega Frost παρακολουθεί με προσοχή τα τεκταινόμενα, σχεδιάζει τις κινήσεις του για το άμεσο μέλλον και θωρακίζει την επιχείρησή του απέναντι στις προκλήσεις της αγοράς.

Έχοντας ένα δυνατό portfolio προϊόντων, εξαιρετικές συνεργασίες στην ελληνική αγορά και βαθύτατη γνώση του τι θέλει τόσο ο επαγγελματίας όσο και ο τελικός πελάτης των καταστημάτων εστίασης, τροφοδοτεί αδιάλειπτα την  αγορά και στηρίζει τους συνεργάτες του, επιλέγοντας την καλύτερη σχέση ποιότητας- κόστους. Και σπάνια πέφτει έξω.

Το Grill τον επισκέφτηκε στην έδρα της επιχείρησή του στον Ασπρόπυργο και είχε μαζί του μια μακρά, άκρως διαφωτιστική συζήτηση.

Grill | Ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην αγορά;

Αναστάσιος Παπαδόπουλος | Πολλές εταιρείες έχουν ήδη αποχωρήσει από τον κλάδο μας και όσες καταφέρουν να μείνουν, θεωρώ ότι θα έχουν μελλοντικά τις καλύτερες προϋποθέσεις για ανάπτυξη. Το ερώτημα είναι πως καταφέρνει κανείς να μείνει στον κλάδο και μέσα σε αυτούς που ανησυχούν βάζω κι εμάς.  Έτσι όπως είναι το φορολογικό σύστημα, δεν υπάρχει κίνητρο για κανέναν μας.

Όλο αυτό το διάστημα νιώσατε την απειλή;

Βεβαίως, ειδικά την περίοδο 2010- 2011 νιώσαμε τον κίνδυνο διότι ‘έσκασαν’ πολλές επιταγές· χάσαμε αρκετά χρήματα. Σταθήκαμε όρθιοι κι επιβιώσαμε διότι είχαμε κάνει πρόβλεψη, ήδη από το 2008, για ασφάλεια πιστώσεων. Είχαμε δηλαδή ασφαλίσει τα υπόλοιπα πελατών, κάτι που δεν φαντάζονταν  κανένας εκείνη την εποχή ότι θα χρειαστεί. Και πάλι ψιλοκλονιστήκαμε…

Συνεχίζετε όμως…

Συνεχίζουμε αν και οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν παρέχουν πλέον ασφάλιση πιστώσεων, κόπηκαν οι παροχές κ.λπ. Εν τω μεταξύ αναβαθμίσαμε το μηχανογραφικό σύστημά μας για να ‘κλειδώνει’ κάποιους πελάτες ή να μας προειδοποιεί για τα ανοίγματα των πελατών, χρειάστηκε να διακόψουμε τη συνεργασία μας με αρκετούς πελάτες και, όπως συμβαίνει συνήθως,  χάσαμε χρήματα από πελάτες που είχαμε βοηθήσει να σταθούν στα πόδια τους.

Τι επιπτώσεις είχε όλο αυτό το σκηνικό στον κλάδο;

Ο κλάδος ίσως και να ευνοήθηκε απ΄ όλη αυτή την κατάσταση διότι το σουβλάκι είναι το πιο φθηνό προϊόν και ταυτόχρονα ένα πλήρες γεύμα. Αυτή είναι όμως η ‘αχίλλειος πτέρνα’ του: όποιος πουλάει καλό προϊόν σε σωστή τιμή θα επιβιώσει και θα αναπτυχθεί. Όποιος πουλάει σε χαμηλή τιμή για να συγκεντρώσει πελατεία στο τέλος βγαίνει εκτός αγοράς.

Θεωρείτε ότι το γεγονός πως δραστηριοποιείστε στα τρόφιμα έπαιξε ρόλο στην ‘απόκρουση’ της κρίσης;

Υποθέτω ότι αν δραστηριοποιούμασταν σε κάποιο άλλο είδος μεταφοράς κι όχι στα τρόφιμα, ίσως και να μην ήμασταν εδώ σήμερα! Βέβαια όσοι δραστηριοποιούνταν π.χ. στο ένδυμα, την υπόδηση, την κατασκευή κ.ά. δούλευαν μέχρι το 2005 με περιθώριο κέδρους που έφτανε σε ορισμένες περιπτώσεις το 500%, ενώ εμείς δουλεύαμε με πολύ μικρότερο περιθώριο κέρδους, γύρω στο 20%, το οποίο σήμερα έχει μειωθεί ακόμα περισσότερο.

Ας γυρίσουμε λίγο στο ψητοπωλείο: ποια θεωρείτε εσείς μια λογική τιμή για το γύρο;

Είναι παρεξηγημένο το προϊόν· η τιμή του είναι πολύ χαμηλή με αποτέλεσμα να δημιουργούνται δυσλειτουργίες στην αγορά. Ένα σουβλάκι, για να προσφέρεται σε καλή ποιότητα και καλό περιβάλλον, θα πρέπει να πωλείται κατ’  ελάχιστο 2,5 ευρώ κι αυτό προκύπτει από τα σύγχρονα κοστολόγια του κρέατος και των υπόλοιπων υλικών. Μόνο το κόστος των υλικών φτάνει περίπου στα 1,3 ευρώ κι αν προσθέσετε τον ΦΠΑ έχετε φτάσει ήδη στα 1,62 ευρώ. Θα πρέπει όμως να πληρωθούν και οι εργαζόμενοι, το ενοίκιο, η εφορία…

Νιώθετε δηλαδή να αδικείστε.

Κάντε σύγκριση με μια τυρόπιτα ή έναν καφέ: δεν λέω να πωλούνται φθηνότερα, καλά κάνουν οι άνθρωποι και πουλάνε όσο πουλάνε, αλλά δεν μπορεί να πωλείται ένα σουβλάκι στις τιμές που βλέπουμε κι ακούμε σήμερα. Όταν εμείς τρέχουμε όλη μέρα για να παραδώσουμε ένα προϊόν όπως πρέπει κι ο επαγγελματίας ‘καίγεται’ για να το ετοιμάσει, όταν υπάρχουν τόσοι υγειονομικοί έλεγχοι και ξοδεύονται τόσα ποσά μηνιαίως σε ψύξη… Καλά κάνουν οι άλλοι, πουλάνε μια μάρκα, ένα ‘μύθο’…

Εσείς από την πλευρά σας δεν έχετε καταφέρει να μυθοποιήσετε’ το γύρο ή το σουβλάκι.

Αυτή τη δουλειά επιχειρεί να κάνει ο Νίκος Λούστας του Μέγα Γύρου. Συμμετέχουμε κι εμείς στο ‘όραμά’ του και ασφαλώς στηρίζουμε την προσπάθειά του. Είναι δύσκολο να αναβαθμίσεις το προϊόν. Όταν ξεκινήσαμε πριν από χρόνια – με το Νίκο Λούστα- να διανέμουμε σε όλη την Αθήνα, συναντούσαμε ψητοπώλες που αγόραζαν ‘μισάδια’, μισό γουρούνι δηλαδή, το κρεμούσαν σε μια κουζίνα στο μαγαζί κι από εκεί έκαναν σουβλάκι, μπριζόλες, κιμάδες κ.λπ. Σήμερα, το 99% των επαγγελματιών αγοράζει έτοιμο γύρο και σουβλάκι, αλλά για να γίνει αυτό πέρασαν 15 χρόνια. Καταξιωμένοι ‘κρεατάδες’, επαγγελματίες του χώρου δεν ήθελαν να πουλάνε παρασκευάσματα, πωλούσαν μόνο κρέας.

Η τεχνολογία σήμερα, μήπως έχει ‘αφαιρέσει’ κάτι από την τέχνη του παραδοσιακού ψητοπώλη;

Όχι, διότι η’ τέχνη’ του ψητοπώλη είναι να διατηρεί ένα φιλικό και καθαρό περιβάλλον, να ψήνει το παρασκεύασμα και να το σερβίρει σωστά τους πελάτες του. Παλαιά ήταν όλοι …ειδικοί και έφτιαχναν προϊόντα ‘όπως δεν τα φτιάχνει κανείς άλλος’, ο καθένας είχε την ιδεοληψία του. Συνθήκες υγιεινής δεν υπήρχαν, έλεγχος στην ποιότητα δεν υπήρχε. Θεωρώ λοιπόν ότι η τεχνολογία έχει ανεβάσει τον πήχη. Δεν είναι τυχαίο ότι μια ελληνική εταιρεία πραγματοποιεί πωλήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο κι έχει μεγάλη πελατεία. Αλλά μην φανταστείτε ότι το επίπεδο είναι υψηλότερο έξω.

Τι εννοείτε; Είμαστε μπροστά;

Επειδή ταξιδεύω συχνά στο εξωτερικό, έχω μπει σε σύγχρονα καταστήματα στη Γερμανία που θυμίζουν σουβλατζίδικο της Ελλάδας τη δεκαετία του 1990. Προσπαθούμε να τους δώσουμε να καταλάβουν πως πρέπει να είναι σήμερα ένα σύγχρονο ψητοπωλείο.

Μόνο ψητοπωλεία εξυπηρετείτε;

Αναψυκτήρια και καφέ διότι όλα τους έχουν κρύα πιάτα, σάντουιτς, κλαμπ, ποικιλίες τυριών και αλλαντικών ακόμα και κάποιο burger, αλλά και εστιατόρια στα οποία διανέμουμε χύμα λαχανικά όπως αρακά, μπάμιες και φασολάκια κ.ά.

Μια που αναφερθήκατε στο εστιατόριο, θα ήθελα τη γνώμη σας για αυτό το είδος μαζικής εστίασης.

Έχουν μείνει λίγα παραδοσιακά, ‘σκέτα’ εστιατόρια, αν και πίστευα ότι με την κρίση θα αναπτυχθούν. Τα έχουνε συνήθως παλαίμαχοι πια της μαζικής εστίασης. Αρκετά από αυτά έχουν μετατραπεί σε ψητοπωλεία, ενώ αρκετά διορατικά ψητοπωλεία προσφέρουν και μαγειρεμένα πιάτα· έχω δει μέχρι και 20 πιάτα να προσφέρονται σε ψητοπωλείο και μπροστά να γυρνάνε οι γύροι. Το ‘Απλά Σπιτικό’ για να αναφερθώ σε έναν συνεργάτη μας, είναι μια τέτοια περίπτωση· έχει πάνω από 20 πιάτα. Έτσι πρέπει να είναι το σύγχρονο κατάστημα.

Σύμφωνα με τον Αν. Παπαδόπουλο, το παραδοσιακό εστιατόριο πρέπει να μετεξελιχθεί σε ένα σύγχρονο χώρο μαζικής εστίασης που θα συνδυάζει το ψητοπωλείο με την κλασική μεσογειακή κουζίνα. Το ‘Σπιτικό Απλά’, είναι μια τέτοια περίπτωση. Στη φωτογραφία η κουζίνα του καταστήματος στη Νέα Σμύρνη. Φωτογραφία του Χρήστου Σακελλαρίδη για το Delivery.gr.

 

Γιατί δεν βλέπουμε συχνά τέτοιες ‘μετεξελίξεις’; Χρειάζεται μεγαλύτερος χώρος;

Ναι, θέλει μεγαλύτερο χώρο, χρειάζονται όμως και περισσότερες γνώσεις. Αυτός δηλαδή που ασχολείται με το φαγητό πρέπει να είναι μάγειρας, πραγματικός επαγγελματίας. Ένας που θα μπορεί να εξυπηρετήσει π.χ. μια παρέα στην οποία ο ένας θέλει να φάει σουβλάκια κι  άλλος θέλει να φάει …ρεβίθια. Σε ένα τέτοιο μαγαζί μια τέτοια παραγγελία μπορεί να εξυπηρετηθεί. Παρατηρώ ότι το παραδοσιακό εστιατόριο, το ‘κατσαρολάδικο’ που λέμε εμείς οι παλιοί, δεν έχει αναπτύξει καμία δυναμική τα τελευταία πέντε χρόνια.

Νομίζω ότι και τιμολογιακά αυτά τα καταστήματα παραπέμπουν στο παρελθόν.

Επιτρέψτε μου ένα παράδειγμα: ένα νέο παιδί βγαίνει έξω και τρώει δύο σουβλάκια και πίνει ένα αναψυκτικό με 5 ευρώ. Ένα πιάτο ρεβίθια στο παραδοσιακό εστιατόριο είναι στα 7 ευρώ- το παιδί του παραδείγματος θα δώσει περισσότερα στο εστιατόριο και δεν θα χορτάσει γιατί δεν θα έχει φάει κρέας. Τι γίνεται λοιπόν; Ο εστιάτορας χάνει κόσμο. Κάποιοι έκαναν το βήμα και μετέτρεψαν τα εστιατόριά τους, συνήθως όσοι είχαν ένα γιο που ήθελε να πάει τη δουλειά λίγο παραπέρα και πρόσθεσαν γύρο για να ‘συμμετέχουν’ στη νέα τάση της αγοράς.

Πως κινήθηκε η εταιρεία MegaFrost κινήθηκε το 2016;

Παρά το δυσμενές οικονομικό κλίμα και τη συνεχή πίεση στο εισόδημα των καταναλωτών, η εταιρεία μας κατάφερε μέσα από συντονισμένη δουλειά με όλα τα τμήματα της, να επιτύχει ανάπτυξη των πωλήσεων κατά 10% και βελτιωμένα λειτουργικά κέρδη.

 Γιατί κάποιο κατάστημα μαζικής εστίασης να επιλέξει την MegaFrost για προμηθευτή του;

Επειδή για εμάς ο κάθε πελάτης είναι μοναδικός και οι ανάγκες του καθενός είναι διαφορετικές. Έτσι του δίνουμε ολοκληρωμένες λύσεις προσαρμόζοντας τα κατάλληλα προϊόντα και υπηρεσίες σύμφωνα με τις πραγματικές του ανάγκες. Έτσι μια συνεργασία μαζί μας θα του προσφέρει, μέσα από την παραπάνω διαδικασία, καλύτερα λειτουργικά οφέλη και τελικά υψηλότερα κέρδη.

Τι εννοείτε με τον όρο υπηρεσίες;

Αφουγκραστήκαμε τις φωνές των πελατών και καταλάβαμε ότι η πραγματική τους ανάγκη είναι να έχουν δίπλα τους έναν συνεργάτη που θα τους ακούσει, θα τους καταλαβαίνει και θα τους προτείνει λύσεις προσαρμοσμένες στα καταστήματά τους. Γι’ αυτό και εμείς, εκτός από τα άριστα ποιοτικά προϊόντα που διαθέτουμε, στις καλύτερες δυνατές τιμές, προσφέρουμε ολοκληρωμένες υπηρεσίες όπως κοστολόγηση, δημιουργία εντύπων κ.ά. Έτσι η σχέση προμηθευτή-πελάτη εξελίχθηκε σε εμάς, και πλέον οι λέξεις που κυριαρχούν είναι συνεργασία-συνεργάτες.

  • Ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος δραστηριοποιείται στην αγορά από το 1989 και η κύρια δραστηριότητά του είναι η εμπορία και διανομή κατεψυγμένων τροφίμων –κυρίως κρέατα, λαχανικά, πατάτες και σαλάτες. Το εύρος της διανομής αυτή τη στιγμή είναι η Αττικοβοιωτία- Εύβοια και μέσω μεταφορικών επιχειρήσεων ορισμένα νησιά του Αιγαίου.
  • Ξεκίνησε με την εταιρεία Pan Frost σε μια εποχή που όμως λέει ο ίδιος «όλα ήταν πιο απλά». Το κύριο πρόβλημα ήταν οι μεγάλες διακυμάνσεις του συναλλάγματος κυρίως για όσους πραγματοποιούσαν εισαγωγές. «Πλήρωνες το μάρκο 80 δραχμές στη μια εισαγωγή και μέχρι να έκανες την επόμενη το μάρκο είχε πάει στις 90» μας λέει χαρακτηριστικά.
  • Ο Αν. Παπαδόπουλος ανακαλεί τη μνήμη του εποχές που οι αποθήκες των συνεργατών του δεν είχαν ανυψωτικά μηχανήματα και όλες οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης έπρεπε να γίνονται με τα χέρια. «Εμείς θέλαμε να αποστασιοποιηθούμε από αυτό τον τρόπο λειτουργίας, να βάζουμε μέσα στο θάλαμο μια παλέτα και να γνωρίζουμε που ακριβώς βρίσκεται, να μειώσουμε κόστη, να εκσυγχρονίσουμε την όλη διαδικασία» θυμάται.
  • Έχοντας ζήσει στο Βέλγιο, όπου εργαζόταν εκείνο το διάστημα ο πατέρας του, ο Αν. Παπαδόπουλος είχε έρθει σε επαφή με τον τρόπο που οργανωνόταν η διαδικασία της εμπορευματικές μεταφοράς στο εξωτερικό και με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ξεκίνησε να εργάζεται ως οδηγός σε μεταφορική εταιρεία.
  • Θα συνεταιριστεί αργότερα με τον Γιώργο Οικονόμου για τη δημιουργία της Pan Frost, οι συνέταιροι κάποια στιγμή έγιναν τέσσερις, ακολούθησε συνεργασία με την εταιρεία Αίολος του Γιώργου Μακρή από τη Θεσσαλονίκη και το 2006, δύο από τους μετόχους της Pan Frost, ο Γιώργος Οικονόμου και ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος αποχωρούν για να δημιουργήσουν, τον Φεβρουάριο του 2007, τη Mega Frost. Η εταιρεία συνδέθηκε από τα πρώτα βήματά της με το Μέγα Γύρο, έχοντας αναλάβει τη διανομή των προϊόντων του στο λεκανοπέδιο της Αττικής, τη Βοιωτία και την Εύβοια.
  • Ο μεγαλύτερος κλάδος δραστηριότητας της εταιρείας είναι το κρέας: σουβλάκια και γύρος. Ο αμέσως επόμενος είναι οι πατάτες, καθώς η Mega Frost έχει ένα πολύ καλό συμβόλαιο με την πολυεθνική McCain, ενώ μικρότερες συνεργασίες αλλά επίσης σημαντικές είναι αυτή με την Elviart για τη διανομή των πιτών της, την Κολιός για τη διανομή γαλακτοκομικών και την Condito από τη Θεσσαλονίκη για τις σαλάτες. Παράλληλα η εταιρεία πραγματοποιεί εισαγωγές προϊόντων για τη μαζική εστίαση τα οποία στη συνέχεια διανέμει η ίδια στο πελατολόγιό της (π.χ. μείγμα λαδιού με μηδενικά trans λιπαρά,platinum).
  • Η Mega Frost θεωρείται σήμερα μια από τις κορυφαίες εταιρείες διανομής: διαθέτει ένα εξαιρετικό σύστημα μηχανογράφησης για να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή που βρίσκονται και σε τι κατάσταση είναι τα αυτοκίνητά της, τι θερμοκρασία έχει κάθε μέρος του θαλάμου – γιατί υπάρχουν διαφορετικοί σε κάθε φορτηγό κ.ά. Η πληρωμή των πελατών στο φορτηγό μπορεί να γίνει αμέσως ορατή online στην έδρα της εταιρείας ενώ δέχεται παραγγελειοληψία μέσω internet. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εταιρεία βραβεύτηκε το 2012 στα Byte Awards του περιοδικού Netweek  για το σύστημα mobility πληρωμής επί αυτοκινήτου.
  • Η Mega Frost διαθέτει αποθηκευτικούς χώρους 4.000 κ.μ. στην έδρα της στον Ασπρόπυργο και η κυκλοφοριακή ταχύτητα της αποθήκης δεν υπερβαίνει τις 15 ημέρες.
  • Αυτό το διάστημα η εταιρεία σχεδιάζει ένα επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 200.000 ευρώ με σκοπό: α) τη μετατροπή του site της εταιρείας σε ηλεκτρονικό κατάστημα, β) την εισαγωγή συστήματος για την αυτόματη δρομολόγηση των οχημάτων της εταιρείας, γ) την αναβάθμιση του συστήματος διαχείρισης πληροφορίας  Targit της Binary Tree –που ήδη έχει εγκατασταθεί στη Mega Frost- το οποίο  θα δίνει σημαντικές on time πληροφορίες για τα δρομολόγια, αξιοποιώντας στοιχεία από κι εκτός της επιχείρησης και γ) το συνολικό rebranding της εταιρείας που έχει αναλάβει ο βραβευμένος σχεδιαστής Γιάννης Κουρούδης της Κ2.

 

Αναστάσιος Παπαδόπουλος για το  μπέργκερ

«Το βλέπαμε στις εκθέσεις του εξωτερικού το μπέργκερ, εδώ και χρόνια, και όντως υποψιαζόμασταν ότι θα γίνει το νέο …κύμα· έτσι κι έγινε. Έχουμε καλές αλυσίδες μπέργκερ στην Ελλάδα, χτυπήθηκαν όμως κι αυτές από την κρίση. Όταν πρωτοεμφανίστηκε το μπέργκερ στην αγορά μπήκε με τη σωστή τιμολογιακή τιμή: κοντά στα 7 ευρώ.  Ένα μπέργκερ με μπιφτέκι 160 γραμμάρια και μια μερίδα πατάτες –ποιοτικές πατάτες όχι της σειράς- με τυρί τσένταρ, πρέπει να κυμαίνεται στα 6-7 ευρώ. Καλά μπήκε λοιπόν το μπέργκερ. Το σουβλάκι όμως, δεν μπορεί να ‘συνέλθει’ εύκολα, θέλει ‘ταρακούνημα’. Η αγορά θα αναγκάσει όσους πουλάνε φθηνά να αλλάξουν πολιτική, όταν δεν θα μπορούν να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Η αγορά είναι ο ‘γιατρός’ κι ο κόσμος έχει επιλογές. Ο κόσμος βγαίνει όλο και λιγότερο και επιλέγει το προϊόν που του αρέσει κι όχι αυτό που απλώς προσφέρεται στη φθηνότερη τιμή».

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο 80 τεύχος του περιοδικού Grill, Φεβρουάριος 2017.

 

You might also like